τετραστάτηρος
ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις, τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας ἡμῶν εἰς ὁδὸν εἰρήνης → to give light to them that sit in darkness and in the shadow of death to guide our feet into the way of peace | to shine on those who live in darkness and the shadow of death, to guide our feet into the way of peace
English (LSJ)
[στᾰ], ον,
A costing four staters, σωτηρία Ar.Ec.413. II τετραστάτηρον, τό, a four-stater piece, Arist.Fr. 529.
German (Pape)
[Seite 1099] vier Stateren werth, Ar. Eccl. 413.
Greek (Liddell-Scott)
τετραστάτηρος: [ᾰ], -ον, ὁ ἀξίζων τέσσαρας στατῆρας, σωτηρία Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 413. ΙΙ. τετραστάτηρον, τό, νόμισμα τεσσάρων στατήρων, Ἀριστ. Ἀποσπ. 486.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει αξία τεσσάρων στατήρων («ὁρᾱτε μὲν δεόμενον σωτηρίας τετραστατήρου καὐτόν», Αριστοφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετραστάτηρον
νόμισμα αξίας τεσσάρων στατήρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + στατήρ, -ῆρος (πρβλ. δεκα-στάτηρος)].
Russian (Dvoretsky)
τετραστάτηρος: (τᾰ) обходящийся в четыре статера (σωτηρία Arph.).