φωνάεις

From LSJ
Revision as of 05:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωνάεις Medium diacritics: φωνάεις Low diacritics: φωνάεις Capitals: ΦΩΝΑΕΙΣ
Transliteration A: phōnáeis Transliteration B: phōnaeis Transliteration C: fonaeis Beta Code: fwna/eis

English (LSJ)

   A v. φωνήεις.

German (Pape)

[Seite 1321] dor. = φωνήεις, aber auch in sp. Prosa, wie bei Plut. u. Ath. vorkommend, s. Lob. Phryn. 639.

Greek (Liddell-Scott)

φωνάεις: ἴδε ἐν λ. φωνήεις.

English (Slater)

φωνᾱεις
   1 having a voice, that speaks πολλά μοι βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας φωνάεντα συνετοῖσιν (O. 2.85) τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος φωνᾶεν Ὀλυμπίᾳ (O. 9.2) τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι speaking with immortal voice (I. 4.40)

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
(αιολ. και δωρ. τ.) βλ. φωνήεις.

Greek Monotonic

φωνάεις: Δωρ. αντί φωνήεις.

Russian (Dvoretsky)

φωνάεις: άεσσα, ᾶεν дор. = φωνήεις.