καλλιπάρῃος

From LSJ
Revision as of 06:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149

German (Pape)

[Seite 1310] schönwangig; Χρυσηΐς, Ἑλένη, Il. 1, 143 Od. 15, 123; παρθένος Ant. Th. 46 (IX, 96).

Greek (Liddell-Scott)

καλλιπάρῃος: -ον, ἔχων ὡραίας παρειάς, Χρυσηΐδα καλλιπάρῃον Ἰλ. Α. 143· Ἑλένη δὲ παρίστατο καλλιπάρῃος Ὀδ. Ο. 123· Λητοῖ... καλλιπαρῄῳ Ἰλ. Ω. 607· ὅτ’ ἄγετο καλλιπάρᾳον ἢ καλλίπαχυν κόραν Βακχυλ. ΧΙΧ. 4 Blass. κτλ.· - καλλιπάρειος παρὰ Πολυδ. Β΄, 87.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles joues.
Étymologie: καλός, παρειά.

English (Autenrieth)

(παρειά): faircheeked.

Russian (Dvoretsky)

καλλῐπάρῃος: (πᾰ) с прекрасными ланитами (Χρυσηΐς Hom.; παρθένος Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλιπάρῃος -ον, Dor. καλλιπάρᾳος [καλός, παρειά] met fraaie wangen.