πεπαρεῖν

From LSJ
Revision as of 07:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεπᾰρεῖν Medium diacritics: πεπαρεῖν Low diacritics: πεπαρείν Capitals: ΠΕΠΑΡΕΙΝ
Transliteration A: pepareîn Transliteration B: peparein Transliteration C: peparein Beta Code: peparei=n

English (LSJ)

aor. 2 inf., only in Pi.P.2.57 (

   A v.l. πεπορεῖν, also cited by Hsch., who expl. πεπαρεῖν by ἐνδεῖξαι, σημῆναι, display, manifest ; and cites πεπᾰρεύσιμος· εὔφραστος, σαφής).

German (Pape)

[Seite 559] Pind. P. 2, 57, vorzeigen, zur Schau stellen, ein einzeln stehender äol. int. aor. II., den die Scholl. u. VLL. durch ἐνδεῖξαι, σημῆναι erklären, vielleicht nach Böckh verwandt mit dem lat. pareo. Andere wollten πεπορεῖν ändern als einen aor. II. zu πορέω. S. aber das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

πεπᾰρεῖν: παλαιόν τι ἀπαρέμφ. ἀορ. β΄ ἀπαντῶν μόνον ἐν Πινδ. Π. 2.105 (μετὰ διαφ. γραφ. πεπορεῖν, μνημονευομένης καὶ ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ.: «πεπορεῖν· δοῦναι»)· ἀλλὰ τὸ πεπαρεῖν ἑρμηνεύει ὁ αὐτός: «ἐνδεῖξαι, σημῆναι», ὡσαύτως μνημονεύει: πεπᾰρεύσιμον· «εὔφραστον, σαφές»· ― τὸ ὄνομα τῆς νήσου Πεπαρήθου ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγεται.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 poét.
faire pénétrer ; faire voir, montrer.
Étymologie: v. πείρω.

English (Slater)

πεπᾰρεῑν defect. aor.,
   1 show τὺ δὲ σάφα νιν ἔχεις ἐλευθέρᾳ φρενὶ πεπαρεῖν (P. 2.57)

Greek Monolingual

και δ. γρφ. πεπορεῑν Α
(στον Πίνδ. και κατά τον Ησύχ.) το να επιδεικνύει ή να αποδεικνύει κανείς κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος τ. απαρεμφάτου αορ. με διπλασιασμό, άγνωστης ετυμολ., ενδεικτικός του λεξιλογίου της μαντικής και του μυστικισμού. Η σύνδεση του τ. με το λατ. pāreo «φαίνομαι, εμφανίζομαι» προσκρούει στη μακρότητα του λατ. -ā-].

Greek Monotonic

πεπᾰρεῖν: απαρ. αορ. βʹ μόνο στον Πίνδ., επιδεικνύω, δείχνω (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

πεπᾰρεῖν: [эол. inf. aor. 2] обнаружить, показать Pind.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεπαρεῖν alleen inf. aor., laten zien.