συμμεταίτιος

From LSJ
Revision as of 13:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμεταίτιος Medium diacritics: συμμεταίτιος Low diacritics: συμμεταίτιος Capitals: ΣΥΜΜΕΤΑΙΤΙΟΣ
Transliteration A: symmetaítios Transliteration B: symmetaitios Transliteration C: symmetaitios Beta Code: summetai/tios

English (LSJ)

ον,

   A contributing jointly, πρός τι Pl.Ti.46e.

German (Pape)

[Seite 981] wie μεταίτιος, mitschuldig, Mitursache; τὰ τῶν ὀμμάτων ξυμμεταίτια πρὸς τὸ σχεῖν τὴν δύναμιν, Plat. Tim. 46 e.

Greek (Liddell-Scott)

συμμεταίτιος: -ον, ὁ ἀπὸ κοινοῦ συντελῶν, συνεισφέρων, πρός τι Πλάτ. Τίμ. 46Ε· πρβλ. μεταίτιος, συναίτιος.

Greek Monolingual

-ον, Α
συνένοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταίτιος «συναίτιος, συνένοχος»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-μεταίτιος -ον medeverantwoordelijk, met πρός + acc. voor iets.

Russian (Dvoretsky)

συμμεταίτιος: являющийся дополнительной причиной, сопричинный: τὰ συμμεταίτια πρός τι Plat. вся совокупность причин чего-л.