συμπεριγράφω

From LSJ
Revision as of 13:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεριγράφω Medium diacritics: συμπεριγράφω Low diacritics: συμπεριγράφω Capitals: ΣΥΜΠΕΡΙΓΡΑΦΩ
Transliteration A: symperigráphō Transliteration B: symperigraphō Transliteration C: symperigrafo Beta Code: sumperigra/fw

English (LSJ)

[ᾰ],

   A circumscribe or cancel together with, τοῖς ἄλλοις ἑαυτήν S.E.P.1.14, cf. Plot.6.5.11.

German (Pape)

[Seite 986] mit od. zugleich umschreiben, S. Emp. pyrrh. 2, 188, oft.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριγράφω: περιγράφωἐξαλείφω ὁμοῦ μετά τινος, τί τινι Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 14, Κλήμ. Ἀλ. 927, κτλ.

Greek Monolingual

Α περιγράφω
1. περιγράφω συγχρόνως
2. διαγράφω κάτι μαζί με άλλους.

Russian (Dvoretsky)

συμπεριγράφω: (ᾰ) совместно описывать, одновременно определять (τοῖς ἄλλοις ἑαυτόν Sext.).