νομάζω
From LSJ
τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?
English (LSJ)
A graze, Nic.Th.950:—Med., Id.Al.345.
Greek (Liddell-Scott)
νομάζω: βόσκομαι, Νικ. Θηρ. 950· - Μέσ. νομάζομαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξιφ. 345.
Greek Monolingual
νομάζω (Α)
1. (για ποιμένες) βγάζω τα πρόβατα για βοσκή, βόσκω
2. μέσ. νομάζομαι
(για ποίμνια) βόσκω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νομός / νομή + κατάλ. -άζω].