γαληνισμός
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
English (LSJ)
ὁ,
A calming, Epicur.Ep.1p.32U.; calming of the conscience, Arist. Ep.5.
German (Pape)
[Seite 471] ὁ, Ruhe, Epicur. bei D. L. 10, 83.
Greek (Liddell-Scott)
γαληνισμός: ὁ, γαλήνη, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 83.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
serenidad del espíritu, Arist.Ep.6, Epicur.Ep.[2] 83.
Greek Monolingual
(I)
ο
το ιατρικό σύστημα του Γαληνού, το οποίο βασίζεται στη θεωρία τών τεσσάρων χυμών, τών τριών βασικών ποιοτήτων και τών τριών πνευμάτων.
(II)
γαληνισμός, ο (Α) γαληνίζω
η καταπράυνση, η καθησύχαση.
Russian (Dvoretsky)
γᾰληνισμός: ὁ Diog. L. = γαλήνη 1, 2, 3.