ολοκαυτώ

From LSJ
Revision as of 11:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monolingual

(I)
ὁλοκαυτῶ και ὁλοκαυστῶ, -έω (Α) ολόκαυτος
προσφέρω έμπυρη θυσία από ολομελή θύματα («ἐθύετο καὶ ὡλοκαύτει χοίρους τῷ πατρίῳ νόμῳ», Ξεν.).
(II)
ὁλοκαυτῶ, -όω (ΑΜ) ολόκαυτος
προσφέρω έμπυρη θυσία από ολομελή θύματα.