προσωπίς

From LSJ
Revision as of 11:47, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek (Liddell-Scott)

προσωπίς: -ίδος, ἡ, = προσωπεῖον, κοινῶς «προσωπίδα» Ἡσύχ. ἐν λέξ. προσωπεῖον.

Greek Monolingual

(I)
-ίδος, ἡ, ΜΑ
βλ. προσωπίδα.
(II)
η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας μιμοζίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότατα αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. prosopis (< πρόσωπο].