ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
παραιωρέομαι:
1) быть привешенным (ἐγχειρίδια παραιωρεύμενα ἐκ τῆς ζώνης Her.);
2) виснуть, льнуть (τὰς χεῖρας ὀρέγων καὶ παραιωρούμενος Plut.).