Σκίρτος

From LSJ
Revision as of 12:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σκίρτος Medium diacritics: Σκίρτος Low diacritics: Σκίρτος Capitals: ΣΚΙΡΤΟΣ
Transliteration A: Skírtos Transliteration B: Skirtos Transliteration C: Skirtos Beta Code: *ski/rtos

English (LSJ)

ὁ, Leaper, name of a Satyr, AP7.707 (Diosc.), Nonn.D. 14.111; Σκίρτοι, attendants of Dionysus, Corn.ND30.

Greek (Liddell-Scott)

Σκίρτος: ὁ, ὁ Πηδητής, ὄνομα Σατύρου, Ἀνθ. Π. 7. 707, Νόνν.· Σκίρτοι, θεράποντες τοῦ Βάκχου, Κορνούτ. π. Θεῶν Φύσ. 30.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. προσωνυμία Σατύρου
2. στον πληθ. οἱ Σκίρτοι
οι ακόλουθοι του Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από αμάρτυρο προσηγορικό σκίρτος (υποχωρητικά < σκιρτῶ)].

Greek Monotonic

Σκίρτος: ὁ (σκιρτάω), Άλτης, όνομα Σατύρου, σε Ανθ.

Middle Liddell

Σκίρτος, ὁ, σκιρτάω
leaper, name of a Satyr, Anth.