ἀρτιτελής

From LSJ
Revision as of 13:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτιτελής Medium diacritics: ἀρτιτελής Low diacritics: αρτιτελής Capitals: ΑΡΤΙΤΕΛΗΣ
Transliteration A: artitelḗs Transliteration B: artitelēs Transliteration C: artitelis Beta Code: a)rtitelh/s

English (LSJ)

ές,

   A newly initiated, Pl.Phdr.251a.    II fully formed, Thphr.HP2.5.5; just finished, Nonn.D.26.46.

German (Pape)

[Seite 362] ές, eben eingeweiht, Plat. Phaedr. 231 a; vollkommen, Pol. 6, 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτιτελής: -ές, ὁ νεωστὶ μυηθεὶς εἰς μυστήρια, Πλάτ. Φαῖδρ. 251Α. ΙΙ. ὁ ἄρτι συντελεσθείς, τελειωθείς, Νόνν. Δ. 26. 46.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 nouvellement initié;
2 récemment accompli.
Étymologie: ἄρτι, τέλος.

Spanish (DGE)

-ές
1 de pers. recién iniciado Pl.Phdr.251a, μύστης Aristid.Or.28.135, cf. Him.69.8, GVI 1773.2 (Hermíone III d.C.).
2 de plantas completamente formado Thphr.HP 2.5.5.
3 recién hecho o terminado σῆμα νεοφθιμένοιο τοκῆος Nonn.D.26.46.

Greek Monolingual

ἀρτιτελής, -ές (Α)
1. αυτός που μυήθηκε στα μυστήρια πριν λίγο
2. ο άρτιος στη μορφή, ο τέλειος.

Greek Monotonic

ἀρτιτελής: -ές (τέλος), πρόσφατα μυημένος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτιτελής: 1) недавно посвященный Plat.;
2) законченный, совершенный (Polyb. - v. l. к αὐτοτελής).

Middle Liddell

τέλος
newly initiated, Plat.