θελξίνους
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
ους, ουν :
qui charme l’esprit ou le cœur.
Étymologie: θέλγω, νοῦς.
θελξίνους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που θέλγει, που δελεάζει ή καταπραΰνει τον νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι- (< θέλγω) + -νους (< νους), πρβλ. βραδύ-νους, μικρό-νους].