ἐξήλατος
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
English (LSJ)
ον,
A beaten out, ἀσπίδα χαλκείην ἐξήλατον Il.12.295.
German (Pape)
[Seite 881] durch Hämmer getrieben, ἀσπίς Il. 12, 295, ἣν ἄρα χαλκεὺς ἤλασεν.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξήλᾰτος: -ον, σφυρηλατηθείς, ἐπὶ μετάλλων, ἀσπίδα ἐξήλατον (ὅπερ ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ ἀκολουθοῦντος: ἣν ἄρα χαλκεὺς ἤλασεν) Ἰλ. Μ. 295.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
étiré sous le marteau.
Étymologie: ἐξελαύνω.
English (Autenrieth)
(ἐλαύνω): beaten out, hammered, Il. 12.295†.
Greek Monolingual
ἐξήλατος, -ον (Α)
σφυρηλατημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + -ηλατος (< ελαύνω, πρβλ. χαλκ-ήλατος, χρυσ-ήλατος)].
Greek Monotonic
ἐξήλᾰτος: -ον (ἐξελαύνω), σφυρηλατημένος, λέγεται για μέταλλο, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξήλᾰτος: кованный, чеканный (ἀσπίς Hom.).