βέκος

From LSJ
Revision as of 17:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βέκος Medium diacritics: βέκος Low diacritics: βέκος Capitals: ΒΕΚΟΣ
Transliteration A: békos Transliteration B: bekos Transliteration C: vekos Beta Code: be/kos

English (LSJ)

or βεκός, τό, gen.

   A βέκους Aristid.2.3J.:—bread, Phryg. acc. to Hdt.2.2, cf. Jahresh.8Beibl.95; but Κυπρίων β. Hippon.82.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
pain.
Étymologie: mot phrygien.

Spanish (DGE)

-εος, τό

• Alolema(s): βεκός Hdt.2.2, Hsch.
frig. pan Hdt.l.c., Aristid.Or.2.7, Inscr.Phryg.3.45, MAMA 1.405, 7.313.5, 454.5 (todas Frigia)
pero Κυπρίων β. Hippon.124, cf. Hsch.

Greek Monolingual

βέκος και βεκός, ο (Α)
ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θεωρήθηκε από τον Ηρόδοτο φρυγική, ενώ από άλλους κυπριακή. Μαρτυρείται πράγματι λ. bekos σε φρυγικές επιγραφές που αν σήμαινε «ψωμί» μπορεί να είχε εισαχθεί στην Έφεσο, Κύπρο κ.α. Εξάλλου σύμφωνα με τη διήγηση του Ηροδ. η λ. βέκος είναι η πιο αρχαία λ. που επινόησαν οι άνθρωποι! Ο τ. ανάγεται πιθ. σε ρίζα bheg-, bheng- «καταστρέφω, συντρίβω» και το -k- της λ. (αντί του -γ-) παραμένει ανεξήγητο].

Russian (Dvoretsky)

βέκος: τό Her. = βέκκος.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: bread (Hdt. 2,2)
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [114] *bʰeg- bake.
Etymology: Given by Herodotus as Phrygian, which seems confirmed by its occurrence in Phr. inscriptions. Hipponax (fr. 125 Masson) seems to give it as Cyprian (where it might have come from Phrygian?); s. Masson 167f. Solmsen KZ 34 (1897) 70. Fur. 297 compares βέσκεροι ἄρτοι ὑπο Λακώνων H.: "eine altes vorgriechisches Restwort, das sich in drei entlgenen Gebieten (Zentral-Kleinasien, Kypros, Peloponnesos) behauptet hat." This would fit Herodotus' story that it is the oldest word to be found in the world.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βέκος -ους, zonder contr. -εος, ook βεκός, τό Phrygisch voor ‘brood’. Hdt. 2.2.3.