Γυμνοσοφισταί

From LSJ
Revision as of 19:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Greek (Liddell-Scott)

Γυμνοσοφισταί: -ῶν, οἱ, οἱ γυμνοὶ φιλόσοφοι τῆς Ἰνδικῆς, Ἀριστ. Ἀποσπ. 30, Στράβ. 762, Πλούτ. Ἀλεξ. 64, Λουκ. Δραπ. 7· πρβλ. γυμνὴς ΙΙ.2.

French (Bailly abrégé)

ῶν (οἱ) :
Gymnosophistes, sages de l’Inde qui vivaient nus.
Étymologie: γυμνός, σοφιστής.

Greek Monotonic

Γυμνοσοφισταί: -ῶν, οἱ, οι γυμνοί φιλόσοφοι της Ινδίας, σε Πλούτ.

Middle Liddell


the naked philosophers of India, Plut.