Γυμνοσοφισταί
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
Γυμνοσοφισταί: -ῶν, οἱ, οἱ γυμνοὶ φιλόσοφοι τῆς Ἰνδικῆς, Ἀριστ. Ἀποσπ. 30, Στράβ. 762, Πλούτ. Ἀλεξ. 64, Λουκ. Δραπ. 7· πρβλ. γυμνὴς ΙΙ.2.
French (Bailly abrégé)
ῶν (οἱ) :
Gymnosophistes, sages de l’Inde qui vivaient nus.
Étymologie: γυμνός, σοφιστής.
Greek Monotonic
Γυμνοσοφισταί: -ῶν, οἱ, οι γυμνοί φιλόσοφοι της Ινδίας, σε Πλούτ.