γενειάς

From LSJ
Revision as of 20:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γενειάς Medium diacritics: γενειάς Low diacritics: γενειάς Capitals: ΓΕΝΕΙΑΣ
Transliteration A: geneiás Transliteration B: geneias Transliteration C: geneias Beta Code: geneia/s

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A beard, κυάνεαι . . γενειάδες ἀμφὶ γένειον (pl. for sg.) Od.16.176; δάσκιον γενειάδα A.Pers.316, cf. S.Tr.13, Theoc.2.78; πρός <σε> γενειάδος . . ἄντομαι E.Supp.277.    2 pl., cheeks, E.Ion1460, Ph. 1381, IT1366; of horses, χαλινὰ γενειάσιν ἀφρίζοντες δάπτον Q.S.4.548.    II bandage for the chin, Heliod. ap. Orib.48.20.9, Gal.18 (1).786.

German (Pape)

[Seite 482] άδος, ἡ, 1) Bart, Hom. einmal, Odyss. 16, 176 κυάνεαι δ' ἐγένοντο γενειάδες ἀμφὶ γένειον, v. l. ἐθειράδες, Aristarch las γενειάδες, Scholl. Theocrit. 1, 34 ἔθειρα γὰρ ἡ τῆς κεφαλῆς θρίξ. ὅθεν Ἀριστοτέλης (leg. Ἀρίσταρχος) ἐν Ὁμήρῳ ἔγραψεν »κυάνεαι δ' ἐγένοντο γενειάδες ἀμφὶ γένειον«, οὐκ »ἐθειράδες«. Vgl. Lehrs Aristarch. p. 121. – Aesch. Pers. 308; Eur. Suppl. 290. – 2) das Kinn, Aesch. frg. Glauc. 25; Eur. Phoen. 1390; von Pferden, Qu. Sm. 4, 548. – Auch = Wange, Eur. Hec. 344 I. T. 1366; Orph. Arg. 881. – Als adj. fem., das Kinn betreffend, Galen.; Poll. 1, 147.

Greek (Liddell-Scott)

γενειάς: -άδος, ἡ, (γένειον) γένειον, πώγων, κυάνεαι… γενειάδες ἀμφὶ γένειον (πληθ. ἀντὶ ἑνικ.) Ὀδ. ΙΙ. 176· δάσκιον γενειάδα Αἰσχύλ. Πέρσ. 316, πρβλ. Σοφ. Τρ. 13· πρός σε τὴν γενειάδα… ἄντομαι Εὐρ. Ἱκέτ. 277· πρβλ. γένειον. 2) κατὰ πληθ., τὰ πλάγια τοῦ στόματος, γνάθοι, παρειαί, Εὐρ. Ἴωνι 1460, Φοιν. 1381, Ι. Τ. 1366. ΙΙ) δεσμὸς διὰ τὴν κάτω σιαγόνα, Γαλην. 12, 476, 480.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
1 barbe;
2 joue.
Étymologie: γένειον.

English (Autenrieth)

άδος (γένειον): pl., beard, Od. 16.176†.

Greek Monolingual

η (Α)
βλ. γενειάδα.

Greek Monotonic

γενειάς: -άδος, ἡ (γένειον),
1. γενειάδα, μούσι, σε Ομήρ. Οδ., Τραγ.
2. στον πληθ., οι παρειές του προσώπου, τα μάγουλα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

γενειάς: άδος ἡ
1) борода Hom.; pl. Aesch., Eur.;
2) щека Eur.;
3) подбородок, челюсть (κάπροι ἀφρῷ διάβροχοι γενειάδας Eur.).

Middle Liddell

γένειον
1. a beard, Od., Trag.
2. in pl. the sides of the face, cheeks, Eur.