ἑαυτοῦ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
ῆς, οῦ, ἑαυτῷ, ῇ, ῷ, ἑαυτόν, ήν, ό, pl. ἑαυτῶν, ἑαυτοῖς, ἑαυτούς άς, ά: Ion. ἑωυτοῦ SIG57.44 (Milet., v B. C.), etc.; also
A ωὑτῆς Herod. 6.84, ωὑτέου Aret.SA1.7 (Ion. ἑωυ- by contraction of ἕο αὐ-, from which also Att. ἑᾱυ-, freq. written ἑατοῦ in Pap. and Inscrr., as SIG 774.2 (Delph., i B.C.): Att. contr. αὑτοῦ, etc., which is the usual form in Trag., though ἑαυτοῦ, etc., are used (though rarely) when the metre requires, A.Pr.188 (anap.), al.; in Att. Inscrr. αὑτοῦ prevails after B.C. 300; Cret. ϝιαυτοῦ Kohler-Ziebarth Stadtrecht von Gortyn p.34; Dor. αὐταυτοῦ, αὐσαυτοῦ (q. v.); Thess. εὑτοῦ (dat.), IG9(2).517.16: gen.pl. ηὑτῶν Schwyzer 251 A 44 (Cos):—reflex. Pron. of 3rd pers., of himself, herself, itself, etc.; first in Alc.78, Hdt., and Att. (Hom. has ἕο αὐτοῦ, οἷ αὐτῷ, ἑ αὐτόν): αὐτὸ ἐφ' ἑαυτό (v.l. -τοῦ) itself by itself, absolutely, Pl.Tht.152b; αὐτὸ ἐφ' αὑτοῦ ib. 160b; ὅταν τὸ ἐφ' ἑαυτὸν ἕκαστος σπεύδῃ Th.1.141; αὐτὸ καθ' αὑτό Pl.Tht.157a; αὐτὰ πρὸς αὑτά ib.154e; ἀφ' ἑαυτῶν, ἑαυτοῦ, of themselves, himself, Th. 5.60, X.Mem.2.10.3; ἐφ' ἑαυτοῦ, v. ἐπί; ἐν ἑαυτῷ γίγνεσθαι, ἐντὸς ἑαυτοῦ γ., v. ἐν, ἐντός; παρ' ἑαυτῷ at his own house, ib.3.13.3, etc.: esp. with Comp. and Sup., ἐγένοντο ἀμείνονες αὐτοὶ ἑωυτῶν they surpassed themselves, Hdt.8.86; πλουσιώτεροι ἑαυτῶν continually richer, Th.1.8; θαρραλεώτεροι αὐτοὶ ἑαυτῶν Pl.Prt.350a, cf. d; τῇ αὐτὸ ἑωυτοῦ ἐστι μακρότατον at its very greatest length, Hdt.2.8, cf. 149, 4.85,198. II in Att., Trag., and later, αὑτοῦ, etc., is used for the 1st or 2nd pers., as for ἐμαυτοῦ, αὐτὸς καθ' αὑτοῦ τἄρα μηχανορραφῶ A.Ch.221, cf. S.OT138, etc.; for σεαυτοῦ, μόρον τὸν αὑτῆς οἶσθα A.Ag.1297, cf.1141, Pl.Phd.101c (v.l.), Ph.Bel.59.16, etc.: so in pl., τὰ αὑτῶν( = ἡμῶν αὐτῶν) ἐκποριζώμεθα Th.1.82; δώσομεν ἑαυτούς Epicur.Sent.Vat.47; ἐφ' ἑαυτοῖς by ourselves, LXX 1 Ki.14.9, cf. PPar.47.26 (ii B. C.), 2 Ep.Cor.7.1, etc.; ἑαυτῶν, = ὑμῶν αὐτῶν, PPar. 63.128 (ii B. C.). III pl., ἑαυτῶν, ἑαυτοῖς, etc., is sts. used for ἀλλήλων, ἀλλήλοις, one another, διάφοροι ἑωυτοῖσι Hdt.3.49; παρακελευόμενοι ἐν ἑαυτοῖς Th.4.25, etc.; καθ' αὑτοῖν one against the other, S. Ant.144 (anap.); πρὸς αὑτούς D.18.19; περιιόντες αὑτῶν πυνθάνονται Id.4.10, cf. Pl.Ly.215b.
German (Pape)
[Seite 698] ἑαυτῆς, οῦ, ion. ἑωυτοῦ, att. zsgz. αὑτοῦ, pron. reflex. der dritten Person, seiner selbst, sich selbst; ἑαυτὸν σφάττειν, Her. u. Att.; nicht selten findet sich bes. bei Sp. dafür auch αὐτοῦ. Bei Hom. immer getrennt ἕο αὐτοῦ u. s. w. Ueber die Verbindungen ἀφ' ἑαυτοῦ, ἐφ' ἑαυτοῦ, καθ' ἑαυτόν u. ähnliche s. die Präpositionen. Daß im Attischen der gen. ἑαυτοῦ, ἑαυτῶν für das Pronomen possessivum der dritten Person gebraucht wird, wo sich dies auf das Subject des Satzes bezieht, lehrt die Grammatik. Zu bemerken ist 1) daß die Griechen, wenn das subj. scharf bestimmt ist, ἑαυτοῦ auch für die erste u. zweite Person des reflexivi gebrauchen. Dies ist bei Attikern, bes. im plur. nicht eben selten, wobei nach Herm. zu Soph. O. R. 707 u. Ar. Nubb. 1459 gewöhnlich der Gegensatz der Personen mehr hervorgehoben wird; zunächst scheint die kürzere Form für den Plural die Veranlassung zu diesem Gebrauch gewesen, für welchen allein Apollon. de Syntax. III, 2, 3 ihn gelten läßt, ἑαυτοὺς ὑβρίσαμεν, nicht ἑαυτὸν ὕβρισας; vgl. Bernhardy Synt. p. 272, der von Xen u. Isocrat. den Gebrauch im sing. beginnen läßt; δεῖ δέ με καὶ ὑπὲρ Λυκίνου ἀπολογήσασθαι, ἀλλ' οὐχ ὑπὲρ αὑτοῦ μόνον Antipho 5, 60; ἃ τοῖς αὑτοῦ παισὶν ἂν συμβουλεύσειας, τούτοις αὐτὸς ἐμμένειν ἀξί. ου Isocr. 2, 38; παρέλιπον οἰκετῶν εἶναι στάσιν ἔνδον παρ' ἑαυτῷ Men. bei Schol. Il. 21, 389; εἰς πέλαγος ἑαυτὸν ἐμβαλεῖς γὰρ πραγμάτων id. Ath. XIII, 559 d; γυμνοῦθ' αὑτοὺς θᾶττον ἅπαντες Alexis ib. X, 417 e. – 2) daß der plur. für ἀλλήλων, ἀλλήλοις steht, Her. 3, 49 u. öfter bei den Attikern, z. B. Thuc. 4, 25; Xen. Mem. 2, 7, 12. 3, 5, 16; πρὸς αὑτὰς πολλὰ λαλούσας Antiphan. Ath. X, 450 e; vgl. Heind. Plat. Lys. 215 b Parm. 133 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἑαυτοῦ: ῆς, οῦ, ἑαυτῷ, ῇ, ῷ, ἑαυτόν, ήν, ό, ὁ πληθυντ. ἑαυτῶν, ἑαυτοῖς, ἑαυτούς, -άς, Ἰων. ἑωυτοῦ, κτλ.· Ἀττ. συνῃρ. αὑτοῦ, κτλ., ὅπερ εἶναι ὁ συνήθης τύπος παρὰ Τραγ., ἂν καὶ τὸ ἑαυτοῦ, κτλ., ἀπαντῶσιν ὅπου τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ, Αἰσχύλ. Πρ. 186, 702, 890, κτλ.· Δωρ. αὐταύτου, ἴδε ἐν λέξει. Αὐτοπαθὴς ἀντωνυμ. τοῦ γ΄ προσώπ., Λατ. sui, sibi, se, κτλ.· πρῶτον παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Ἀττ. (ὁ Ὅμ. ἔχει ἕο αὐτοῦ, οἷ αὐτῷ, ἓ αὐτόν): - πολλαχοῦ εἶναι ἀδιάφορον ἂν γράψωμεν αὐτοῦ ἢ αὑτοῦ, κτλ., καὶ τούτου ἕνεκεν αἱ ἐκδόσεις διαφέρουσιν, ἴδε Βουττμ. Δημ. κ. Μειδ. 140: - αὐτὸ ἐφ’ ἑαυτό, αὐτὸ καθ’ ἑαυτό, ἀσχέτως, ἀπολύτως, Πλάτ. Θεαίτ. 152Β· αὐτὸ ἐφ’ αὑτοῦ, αὐτόθι 160C· τὸ ἐφ’ ἑαυτὸν Θουκ. 1. 141· αὐτὸ καθ’ αὑτὸ Πλάτ. Θεαίτ. 157Α· αὐτὰ πρὸς αὐτὰ αὐτόθι 154Ε: - ἀφ’ ἑαυτοῦ Θουκ. 5. 60, Ξεν. Ἀπομν. 2. 10, 3· ἐφ’ ἑαυτοῦ, ἴδε ἐπὶ Ι. 1. δ· ἐν ἑαυτῷ γίγνεσθαι, ἐντὸς ἑαυτοῦ γ., ἴδε ἐν Ι. 1, ἐντός· - παρ’ ἑαυτῷ, ἐν τῇ ἑαυτοῦ οἰκίᾳ, Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 3, κτλ.: - ἔχει ἰδιαιτέραν τινὰ χρῆσιν μετὰ συγκριτ. καὶ ὑπερθ., πλουσιώτεροι ἑαυτῶν Θουκ. 1. 8· θαρραλεώτεροι αὐτοὶ ἑαυτῶν Πλάτ. Πρωτ. 350Δ, πρβλ. Δ· οὕτω, τῇ αὐτὸ ἑωυτοῦ ἐστι μακρότατον, ἔνθα ἔχει τὸ μέγιστον μῆκος, Ἡρόδ. 2. 8, πρβλ. 149., 4. 85, 198· βελτίστους ἑαυτῶν γίγνεσθαι τοὺς ἀνθρώπους ὅταν πρὸς τοὺς θεοὺς βαδίζωσιν Πλουτ. Ἠθ. 413Β. ΙΙ. παρ’ Ἀττ. αὑτοῦ, κτλ., οὐχὶ σπανίως κεῖται ἀντὶ τοῦ α΄ ἢ β΄ προσώπου, ἀντὶ τοῦ ἐμαυτοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 221, 1014, Σοφ. Ο. Τ. 138, κτλ., πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. Πίνακ. x. s. v.· ἀντὶ σεαυτοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1142, 1297, κτλ. ΙΙΙ. ὁ πληθ. ἑαυτῶν, ἑαυτοῖς, κτλ., κεῖται ἐνίοτε ἀντὶ ἀλλήλων, ἀλλήλοις, Ἡρόδ. 3. 49, Θουκ. 4. 25, κτλ.· καθ’ αὑτοῖν, ἐναντίον ἀλλήλων, Σοφ. Ἀντ. 145· πρὸς αὑτοὺς Δημ. 231. 12· περιιόντες αὑτῶν πυνθάνονται ὁ αὐτ. 43. 7· πρβλ. Heind. Πλάτ. Λύσ. 215Β, Παρμ. 133Β.
French (Bailly abrégé)
ῆς, οῦ;
contr. αὑτοῦ, ῆς, οῦ ; acc. neutre ἑαυτό ; gén. pl. ἑαυτῶν, etc.
1 de soi-même, à soi-même, soi-même : πλουσιώτεροι ἑαυτῶν γιγνόμενοι THC devenant plus riches qu’ils n’étaient ; παρ’ ἑαυτῷ XÉN dans sa propre maison, chez soi ; ce qu’on possède ; αὐτὸ καθ’ αὑτό, αὐτὸ ἐφ’ ἑαυτό, αὐτὸ ἐφ’ αὑτοῦ, de soi-même, càd absolument ; ἑαυτοῦ εἶναι PLUT être son maître, être indépendant ; ἐν ἑαυτῷ γίγνεσθαι XÉN revenir à soi, redevenir maître de soi;
2 chez les Att., au plur. et qqf au sg. pour les pronoms de la 1ᵉ et de la 2ᵉ pers. (ἐμαυτοῦ, σεαυτοῦ) ; au pl. p. ἡμῶν αὐτῶν, ἡμᾶς αὐτούς, etc. ; ἴστε ἡμᾶς Φωκίδα ὑφ’ ἑαυτοὺς πεποιημένους DÉM vous savez que nous avons soumis la Phocide à notre propre domination;
3 au pl. p. ἀλλήλων, ἀλλήλοις, des uns aux autres, les uns aux autres : φθονοῦντες ἑαυτοῖς μισοῦσιν ἀλλήλους XÉN se portant mutuellement envie, ils se haïssent les uns les autres ; περιϊόντες αὑτῶν πυνθάνονται DÉM circulant (sur la place) ils s’informent les uns auprès des autres.
Étymologie: ἕ, αὐτός.
Spanish (DGE)
-ῆς, -οῦ
• Alolema(s): át. tb. contr. αὑτ- A.A.1297, S.Ant.182; jón. ἑωυτ- Hdt.1.8, Milet 1(3).133.44 (V a.C.), Heraclit.B 116, IPr.139.4 (IV a.C.); ωὐτ- Herod.6.84; ἑατ- IG 22.1046.15 (I a.C.), FXanthos 7.81.6 (I a./d.C.), SIG 774.2 (Delfos I a.C.), ID 1700.4 (II d.C.); tes. εὑτ- BCH 59.1935.55.18 (Larisa II a.C.); formas con digamma, lesb. gen. Ϝαύτω Alc.363; cret. Ϝιαυτ- ICr.4.47.5 (Gortina V a.C.); tard. frec. ἁτ- IFayoum 35.5 (ptol.), SEG 29.771.18 (Tasos II a.C.), TAM 5.555.5 (Meonia)
• Grafía: graf. εἱαυτ- IG 22.222.14 (IV a.C.), ἁουτ- JRCil.2.202.14 (imper.), ἡαυτ- TAM 5(1).56.5 (I d.C.)
• Morfología: [sg. jón. gen. ωὑτέου Aret.SA 1.7.1, tes. ἑϋτοῖ IG 9(2).504.4 (Larisa II a.C.); dat. εὑτοῦ IG 9(2).517.16 (Larisa III a.C.); plu. gen. ηὑτῶν Sokolowski 3.151A.43 (Cos IV a.C.); dat. ἑωυτοῖσιν Hp.VM 16, αὑτέοισιν Hp.Prorrh.1.35, αὑτοῖσιν Hp.Prorrh.1.37, fem. ἑωυτῇσι Hp.Morb.4.51, Mul.1.46]
1 pron. refl. de 3a pers. de sí mismo, propio νόον δὲ Ϝαύτω πάμπαν ἀέρρει eleva enormemente su propio espíritu Alc.l.c., Γαῖα ... ἐγείνατο ἶσον ἑωυτῇ Οὐρανόν Gea engendró a Urano igual a ella Hes.Th.126, καθ' ἑαυτό τε κεῖται ref. el ser, Parm.B 8.29, σφαῖρος ... ἶσος ἑαυτῷ Emp.B 29.3, γινώσκειν ἑωυτοὺς καὶ σωφρονεῖν Heraclit.l.c., ὁ φθονέων ἑωυτὸν ὡς ἐχθρὸν λυπέει Democr.B 88, τὴν ἑαυτοῦ γνώμην ἀπεφαίνετο Σωκράτης X.Mem.4.7.1, ἄνδρας ... ἀξίους τᾶς ἑϋτοῖ ἀνγρέσιος IG 9(2).504.4 (Larisa II a.C.), cf. BCH l.c., FXanthos l.c., ἔχειν ... τὸν ὄντως ἑαυτόν ser dueño de su propio y verdadero ser Iambl.Protr.5 (p.67), Ἑαυτὸν τιμωρούμενος El castigador de sí mismo tít. de comedias de Menandro y Terencio, Gal.18(1).385, Ter.Heau.5, ἀνανεώσασθαι τὴν φιλίαν ἑαυτοῖς renovar los lazos de amistad entre sí LXX 1Ma.12.3
•en giros prep. ὅταν ... τὸ ἐφ' ἑαυτὸν ἕκαστος σπεύδῃ cuando cada cual se afana por lo que le interesa Th.1.141, ἐφ' ἑαυτῶν διενοοῦντο ... πλεῖν Th.8.8, ἐν ἑαυτῷ γίγνεσθαι volver en sí, recuperar el juicio X.An.1.5.17, παρ' ἑαυτῷ en su propia casa X.Mem.3.13.3, ὑπὲρ ἁτοῦ καὶ τῆς γυναικός IFayoum l.c.
•reforzado por el pron. αὐτός como suj. αὐτὸ ἐφ' ἑαυτοῦ τὸ πνεῦμα el viento por sí mismo Pl.Tht.152b, οὐδὲν εἶναι ἓν αὐτὸ καθ' αὑτό ninguna cosa es un ser único en sí y por sí misma Pl.Tht.157a, μὴ ἄλλο τι εἶναι τὸ αὐτὸ ἑαυτὸ κινοῦν ἢ ψυχήν que lo que se mueve a sí mismo no es otra cosa que el alma Pl.Phdr.245e, ἀπεσκλήρυνεν τὰ τέκνα αὐτῆς ὥστε μὴ ἑαυτῇ es cruel con sus hijos como si no fueran propios el avestruz, LXX Ib.39.16
•c. compar. en una constr. c. valor intensivo ἐγένοντο ... ἀμείνονες αὐτοὶ ἑωυτῶν ellos se superaron a sí mismos Hdt.8.86, πλουσιώτεροι ἑαυτῶν γιγνόμενοι haciéndose más ricos de lo que eran antes Th.1.8, θαρραλεώτεροί εἰσιν καὶ αὐτοὶ ἑαυτῶν Pl.Prt.350a
•c. sup. τῇ δὲ αὐτὸ ἑωυτοῦ ἐστι μακρότατον por donde alcanza su mayor extensión una cordillera, Hdt.2.8
•neutr. plu. subst. τὰ ἑαυτά los propios intereses τοῖς χρηστοῖσιν οὐ συμφέρον ἀμελέοντας τῶν ἑωυτῶν Democr.B 253
•pero τὰ ἑαυτοῦ los propios bienes ζῶν ἐν τοῖς ἑαυτοῦ Iambl.Protr.5.
2 usado en lugar de ἐμαυτοῦ como pron. refl. de 1a pers. me, a mí mismo, de mí mismo καθ' αὑτόν γ' οὐκ ἂν ἐξεύροις ἐμοὶ ἁμαρτίας ὄνειδος en mí mismo no podrías encontrar una falta vergonzante S.OC 966, ἐγνώκειν ... ῥῖψαι ἑαυτὸν ἐκ τοῦ ὄρους tenía decidido tirarme desde el monte Luc.Asin.33, (πρεσβείας) τὰς μὲν καθ' ἑαυτόν, τὰς δὲ τοῖς ἀρίστοις ὑμῶν κοινωνῶν Them.Or.31.352d
•en lugar de ἡμῶν αὐτῶν nos, a nosotros mismos, de nosotros mismos δεῖ ἡμᾶς ἀνερέσθαι ἑαυτούς Pl.Phd.78b, ἴστε ἡμᾶς ... τὰ κατὰ τὴν Φωκίδα ὑφ' ἑαυτοὺς πεποιημένους sabéis que nosotros hemos sometido el territorio de Fócide D.18.39, στησόμεθα ἐφ' ἑαυτοῖς LXX 1Re.14.9, δώσομεν ἑαυτούς Metrod.49.
3 usado en lugar de σεαυτοῦ como pron. refl. de 2a pers. te, a ti mismo, de ti mismo εἰ δ' ἐτητύμως μόρον τὸν αὑτῆς οἶσθα pero si realmente conoces tu propio destino e.d. tu muerte A.A.1297, σὺ ... κτείνασ' ἄνδρα τὸν αὑτῆς A.A.1544, cf. 1141, Ch.111
•en lugar de ὑμῶν αὐτῶν vos, a vosotros mismos, de vosotros mismos ὑμεῖς ... παντοίας ἤδη μούσης πειραθέντες καθ' ἑαυτούς vosotros que habéis experimentado ya por vosotros mismos toda clase de poesía Ar.Eq.506, οὓς ὑμεῖς ... ταῖς ἑαυτῶν ἀρεταῖς φεύγειν ἠναγκάσατε Plb.18.23.4.
4 uso recíproco entre sí, el uno al otro καθ' αὑτοῖν ... λόγχας στήσαντ' habiendo levantado sus lanzas el uno contra el otro Eteocles y Polinices, S.Ant.145, θαρσήσαντες καὶ παρακελευόμενοι ἐν ἑαυτοῖς Th.4.25.
• Etimología: Combinación del pron. ἕ (cf. οὗ) y de αὐτός.
English (Abbott-Smith)
ἑαυτοῦ, -ῆς, -οῦ, dat. -ῷ, etc., acc. -όν, etc., pi. -ῶν, etc. (Att. contr. αὑτοῦ, etc); reflex pron.;
1.prop, of 3rd person (Lat. sui, sibi, se), of himself, herself, itself, etc.: Mt 27:42, Mk 15:31, Lk 23:35, al.; added to a middle verb, διεμερίσαντο ἑαυτοῖς, Jo 19:24; to an active verb, Ac 14:14 (M, Pr., 157); ἀφ’ ἑαυτοῦ, Lk 12:57 21:30, Jo 5:19, al. (v.s. ἀπό); δι’ ἑαυτοῦ, Ro 14:14; ἐν ἑ., Mt 3:9, Mk 5:30, al.; εἰς ἑ., Lk 15:17; καθ’ ἑαυτόν, Ac 28:16, Ja 2:17; παρ’ ἑαυτῷ, at his own house, I Co 16:2; πρὸς ἑ., with, to himself, Lk 18:11; as poss. pron. (with emphasis weakened; v. M, Pr., 87f.), τ. ἑαυτῶν νεκρούς, Lk 9:60.
2.As reflexive 1st and 2nd pers. (so also freq. in cl., chiefly poetry), Mt 23:31, Mk 9:50, Ro 8:23, I Th 2:8, al.
3.In pl., for reciprocal pron., ἀλλήλων, -οις, -ους, of one another, etc.: Mt 21:38, Mk 16:3, Eph 5:19, al.
English (Strong)
from a reflexive pronoun otherwise obsolete and the genitive case (dative case or accusative case) of αὐτός; him- (her-, it-, them-, also (in conjunction with the personal pronoun of the other persons) my-, thy-, our-, your-) self (selves), etc.: alone, her (own, -self), (he) himself, his (own), itself, one (to) another, our (thine) own(-selves), + that she had, their (own, own selves), (of) them(-selves), they, thyself, you, your (own, own conceits, own selves, -selves).
English (Thayer)
ἑαυτῆς, ἑαυτοῦ, etc. or (contracted) αὑτοῦ, αὑτῆς, αὑτοῦ (see p. 87); plural ἑαυτῶν; dative ἑαυτοῖς, ἑαυταῖς, ἑαυτοῖς, etc.; reflexive pronoun of the 3rd person. It is used:
1. of the 3rd person singular and plural, to denote that the agent and the person acted on are the same; as, σῴζειν ἑαυτόν, ὑψοῦν ἑαυτόν, ἑαυτῷ, ἑαυτόν are also often added to middle verbs: διεμερίσαντο ἑαυτοῖς, Xenophon, mem. 1,6, 13 ποιεῖσθαι ἑαυτῷ φίλον); cf. Winer s Grammar, § 38,6; (Buttmann, § 135., 6). Of the phrases into which this pronoun enters we notice the following: ἀφ' ἑαυτοῦ, see ἀπό, II:2d. aa.; δἰ ἑαυτοῦ, of itself, i. e. in its own nature, Tr L text read αὐτοῦ); ἐν ἑαυτῷ, see in διαλογίζεσθαι, λέγειν, εἰπεῖν. Αἰς ἑαυτόν ἔρχεσθαι, to come to oneself, to a better mind, Diodorus 13,95). Καθ' ἑαυτόν, by oneself, alone: Παῥ ἑαυτῷ, by him, i. e. at his home, Xenophon, mem. 3,13, 3). Πρός ἑαυτόν, to himself i. e. to his home, R G; T omits, WH (but with αὑτόν) reject, L Tr (but the latter with αὐτόν) brackets, the verse); T Tr αὐτόν (see αὑτοῦ)); with (cf. our to) himself, i. e. in his own mind, προσεύχεσθαι, Tdf. omits) (τούς ἑαυτῶν νεκρούς: ἐν ἑαυτοῖς equivalent to ἐν ἡμῖν αὐτοῖς, ἑαυτούς equivalent to ἡμᾶς αὐτούς, ἀφ' ἑαυτοῦ equivalent to ἀπό σεαυτοῦ (read by L Tr WH), ἑαυτόν equivalent to σεαυτόν (read by L T Tr WH), ἑαυτοῖς for ὑμῖν αὐτοῖς, Matthiae, § 489 II.; Winer s Grammar, § 22,5; (Buttmann, § 127,15).
3. It is used frequently in the plural for the reciprocal pronoun ἀλλήλων, ἀλλήλοις, ἀλλήλους, reciprocally, mutually, one another: Tr marginal reading WH αὐτόν); Bernhardy (1829), p. 273; (Lightfoot on Colossians 3:13).
Greek Monolingual
-ής, -oύ (AM ἑαυτοῡ, -ῆς, -οῡ
Α και αὑτοῡ, -ῆς, -οῡ)
αυτοπαθής αντωνυμία γ' προσώπου (α. «ἔρριπτον εἰς ὕδωρ σφᾱς αὐτούς» — έπεφταν στο νερό
β. «αὐτὸ ἐφ' ἑαυτό» — μόνο του, άσχετα από άλλα
γ. «αὐτὸ καθ' ἑαυτό» — αυτό εξεταζόμενο μόνο του αποκλειστικά)
αρχ.
1. χρησιμοποιείται αντί του α' προσώπου («αὐτὸς καθ' αὑτοῡ τἄρα μηχανορραφῶ» — εις βάρος του εαυτού μου)
2. αντί του β' προσώπου («μόρον τὸν αὐτῆς οἶσθα» — ήξερες τη μοίρα σου)
3. αντί της αλληλοπαθούς αντωνυμίας («καθ' αὑτοῑν / δικρατεῑς λόγχας στήσαντε» — αφού σήκωσαν τις λόγχες ο ένας εναντίον του άλλου).
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. αττικής και ιωνικής διαλέκτου ερμηνεύονται ως προϊόντα κράσεως με συναίρεση (πρβλ. έο αυτού > ιων. εωυτού, αττ. εαυτού - εοί αυτῴ > ιων. εωυτῴ, αττ. εαυτῴ) στην οποία άλλωστε οφείλεται και η μακρότητα του -ᾱ- τών τ. της αττικής διαλέκτου. Στον Όμηρο εύχρηστοι είναι οι ασυναίρετοι τ. (πρβλ. ε αυτόν, έο αυτού, οι αυτῴ, έμ' αυτόν, εμοί αυτῴ) και η λ. που απαντά στην τραγωδία αυτού < εαυτού με συναίρεση. Οι τ. ἑαυτῶν, ἑαυτοῖς κ.λπ. του πληθ. αριθμού, που σχηματίστηκε αναλογικά προς τον ενικό, χρησιμοποιούνται παράλληλα με τους ορθότερους τ. σφων αυτών, σφίσιν αυτοίς].
Greek Monotonic
ἑαυτοῦ: -ῆς, -οῦ,
I. δοτ. ἑαυτῷ, -ῇ, -ῷ, αιτ. ἑαυτόν, -ήν, -ό· πληθ. ἑαυτῶν, ἑαυτοῖς, ἑαυτούς, -άς· Ιων. ἑωυτοῦ κ.λπ.· Αττ. συνηρ. αὑτοῦ κ.λπ.· αυτοπαθ. αντων. του γʹ προσ., Λατ. sui, sibi, se, αυτού, αυτής, αυτού κ.λπ.· πρώτα στον Ηρόδ. και Αττ.· ο Όμηρ. έχει: ἕοαὐτοῦ, οἷ αὐτῷ ἑ αὐτόν· αὐτὸ ἐφ' ἑαυτό, αυτό καθ' αυτό, απόλυτα, σε Πλάτ.· ομοίως και τὸ ἐφ' ἑαυτόν, σε Θουκ.· αὐτὸ καθ' αὑτό, σε Πλάτ.· ἀφ' ἑαυτοῦ, από μόνο του, σε Θουκ. κ.λπ.· ἐν ἐαυτοῦ, ἐντὸς ἑαυτοῦ, Λατ. sui compos· παρ' ἑαυτῷ, στο δικό του σπίτι, σε Ξεν.· συχνά με συγκρ. και υπερθ., ἐγένοντο ἀμείνονες αὐτοὶ ἑωυτῶν, αυτοί που ξεπέρασαν τους εαυτούς τους, σε Ηρόδ.· πλουσιώτεροι ἑαυτῶν, δηλ. συνεχώς και πιο πλούσιοι, σε Θουκ.
II. στην Αττ. αὑτοῦ, μερικές φορές αντί αʹ ή βʹ προσ., σε Αισχύλ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἑαυτοῦ: стяж. αὑτοῦ, ион. ἑωυτοῦ и ἑωϋτοῦ, ῆς, οῦ
1) pron. reflex. 3 л., реже 1 и 2 (часто усил. посредством αὐτός) себя самого, себя самой (ἑαυτὸν σφάττειν Xen., Arst.; αὑτὸν αἰνῶ Aesch.): αὐτὸς αὑτῷ βοηθεῖν Plat. самому защищать себя; παρ᾽ ἑαυτῷ Xen. у себя, в своем доме; οἴκαδ᾽ εἰς ἑαυτῶν Arph. к себе домой; τὸ ἑαυτοῦ Thuc. личные интересы; αὐτὸ ἐφ᾽ ἑαυτό Plat. и αὐτὸ καθ᾽ αὑτό Arst. нечто (существующее) само по себе, т. е. абсолютное; τὸ γιγνώσκειν αὐτὸν ἑαυτόν Plat. самопознание; ἐν ἑαυτῷ γενέσθαι Xen. прийти в себя; πλουσιώτεροι ἑαυτῶν γιγνόμενοι Thuc. превзошедшие себя самих в богатстве, т. е. ставшие богаче прежнего; τῇ εὐρύτατος αὐτὸς ἑωυτοῦ (ὁ πόντος) Her. там, где море достигает наибольшей своей ширины;
2) (когда подлежащее обозначает и обладателя) pron. reflex. свой: μόρον τὸν αὑτῆς οἶσθα Aesch. ты знаешь свою участь;
3) pl. (= ἀλλήλων) друг друга, взаимно: παρακελευόμενοι ἐν ἑαυτοῖς Thuc. ободряя друг друга; καθ᾽ αὑτοῖν Soph. друг против друга.
Frisk Etymological English
Grammatical information: 3. sg. and plur. (also referring to the 1. and 2. pers.) of the reflexive pronoun (Ion. Att.).
Meaning: himself
Other forms: -τῆς, -τῳ̃, -τῃ̃ etc., Ion. ἑωυτοῦ (ἑωτοῦ), ωὑτοῦ, Att. also αὑτοῦ etc., hell. also ἑατοῦ, ἁτοῦ, Cret. Ϝιαυτοῦ
Derivatives: ἑαυτότης being oneself (Procl.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From univerbation of the reflexive ἕ (s. v.), ἑοῖ etc. and αὑτόν, -τῳ̃ etc. (s. v.): ἕο αὑτοῦ > Ion. ἑωυτοῦ, Att. ἑαυτοῦ, ἑοῖ αὑτῳ̃ > Ion. ἑωυτῳ̃, Att. ἑαυτῳ̃ etc.; thus also ἐμεωυτοῦ, σεωυτοῦ, ἐμαυτοῦ, σ(ε)αυτοῦ etc. (Hom. ἕ αὑτόν, ἔμ' αὑτόν, ἕο αὑτοῦ, ἐμοὶ αὑτῳ̃ etc.). Details in Schwyzer 607 and 402, Schwyzer-Debrunner 193ff.
Middle Liddell
I. reflex. Pron. of 3rd pers., Lat. sui, sibi, se, of himself, herself, itself, etc.; first in Hdt. and attic; Hom. has ἕο αὐτοῦ, οἷ αὐτῷ, ἑ αὐτόν:—αὐτὸ ἐφ' ἑαυτό itself by itself, absolutely, Plat.; so τὸ ἐφ' ἑαυτόν Thuc.; αὐτὸ καθ' αὑτό Plat.;— ἀφ' ἑαυτοῦ of himself, Thuc., etc.; ἐν ἑαυτοῦ, ἐντὸς ἑαυτοῦ, Lat. sui compos:— παρ' ἑαυτῷ at his own house, Xen.; often with comp. and Sup., ἐγένοντο ἀμείνονες αὐτοὶ ἑωυτῶν they surpassed themselves, Hdt.; πλουσιώτεροι ἑαυτῶν, i. e. continually richer, Thuc.
II. in attic αὑτοῦ, sometimes for 1st or 2nd pers., Aesch., Soph.