ἐξέραμα
Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit
English (LSJ)
ατος, τό,
A vomit, thing vomited, 2 Ep.Pet.2.22.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξέρᾱμα: τό, «’ξέρασμα», Ἐπιστ. Β΄ Πέτρ. β΄, 22 (ἔνθα διάφ. γρ. ἐξέρασμα), Εὐστ. Πονημάτ. 248. 91.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
déjection, matière vomie.
Étymologie: ἐξεράω.
English (Strong)
from a comparative of ἐκ and a presumed erao (to spue); vomit, i.e. food disgorged: vomit.
English (Thayer)
ἐξεραματος, τό (from ἐξεράω to eject, cast forth, vomit forth; cf. Lob. ad Phryn., p. 64), vomit; what is cast out by vomiting: Dioscor. de venenis c. 19 (p. 29, Spreng. edition) (an example of the verb. Cf. Wetstein (1752) on Peter, the passage cited, and especially Gataker, Advers. misc. Colossians 853 f).)
Greek Monotonic
ἐξέρᾱμα: -ατος, τό, ξέρασμα, αυτό που ξερνιέται, ξερατό, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἐξέρᾱμα: ατος τό блевотина NT.
Middle Liddell
ἐξέρᾱμα, ατος, τό, n
a vomit, thing vomited, NTest. [from ἐξεράω