ἔξωρος

From LSJ
Revision as of 22:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξωρος Medium diacritics: ἔξωρος Low diacritics: έξωρος Capitals: ΕΞΩΡΟΣ
Transliteration A: éxōros Transliteration B: exōros Transliteration C: eksoros Beta Code: e)/cwros

English (LSJ)

ον, (ὥρα)

   A untimely, out of season, unfitting, ἔξωρα πράσσω S.El.618.    2 too late, too old, superannuated, Aeschin.1.95, Plu. Sull.36, Luc.Herm.78, al. (also glossed by ἐξαέτης as though ἕξωρος, EM350.2): c. gen., too old for .., τοῦ ἐρᾶν Luc.Merc.Cond.7. Adv. -ρως, ἔχειν τοῦ ἀποδημεῖν Philostr.VS1.21.8.

German (Pape)

[Seite 891] (ὥρα), außer der Zeit; – a) unzeitig, ἔξωρα πράσσω κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα Soph. El. 618, VLL. ἄκαιρος. – b) über die Blüthe der Jahre hinaus, VLL. παλαιός, παρηκμακώς, zu alt, Aesch. 1, 95; γυνή, verblüht, Luc. Alex. 6; γέρων ἤδη καὶ παντὸς ἡδέος ἔξωρος Hermot. 78, wie τοῦ ἐρᾶν, über das Alter, wo man verliebt ist, hinaus, merc. cond. 7; Plut. Sull. 36 u. a. Sp. – Auch adv., ἐξώρως ἔχειν τοῦ ἀποδημεῖν Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξωρος: -ον, (ὥρα) ἔξω τοῦ καιροῦ, ἀνάρμοστος, ἀπρεπής, μανθάνω δ’ ὁθούνεκα ἔξωρα πράσσω κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα Σοφ. Ἠλ. 618· ὁ ἔξω τῆς ὥρας τῆς νεότητος, μὴ πλέον νεαρός, οὐτοσὶ δὲ ἔξωρος ἐγίνετο Αἰσχίν. 1. 95· οὗ, καίπερ ἐξώρου γενομένου, διετέλει... ἐρᾶν Πλουτ. Σύλλ. 36· μετὰ γεν., ὁ μὴ δυνάμενος ἕνεκα τῆς προκεχωρηκυίας ἡλικίας αὐτοῦ ν’ ἀπολαύσῃ τινός, γέρων ἤδη καὶ παντὸς ἡδέος ἔξωρος Λουκ. Ἑρμότ. 78. - Ἐπίρρ. ἐξώρως ἔχειν τινὸς Φιλόστρ. 521. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐξώροις· γραίαις, ἢ γέρουσιν» καὶ «ἔξωρον· τὸν παρηκμακότα, ἄκαιρον, ἢ παλαιὸν».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui n’est pas de saison, intempestif, déplacé;
2 qui n’est plus de saison, vieux, suranné ; avec le gén., qui a passé l’âge de.
Étymologie: ἐξ, ὥρα.

Greek Monolingual

ἔξωρος, -ον (AM)
1. παράκαιρος («ἔξωρα πράσσω κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα» — ενεργώ παράκαιρα και ανάρμοστα, Σοφ.)
2. αυτός που έχει περάσει πια την κατάλληλη εποχή ή ηλικία για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + ώρα «εποχή, καιρός»].

Greek Monotonic

ἔξωρος: -ον, (ὥρα), παράκαιρος, ανεπίκαιρος, πρόωρος, εκτός εποχής, ακατάλληλος, σε Σοφ.· αυτός που απομακρύνεται από την υπηρεσία του λόγω ορίου ηλικίας, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

ἔξωρος: 1) несвоевременный, неуместный: ἔξωρα πράσσειν Soph. совершать неуместные поступки, действовать некстати;
2) вышедший из (подходящего) возраста, слишком старый (τοῦ ἐρᾶν Luc.): ἔ. γενέσθαι Aeschin., Plut. состариться.

Middle Liddell

ἔξ-ωρος, ον [ὥρα]
untimely, out of season, unfitting, Soph.:— superannuated, Aeschin.