τοπρίν

From LSJ
Revision as of 01:54, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source

German (Pape)

[Seite 1129] adv., = πρίν, Hom. u. Hes. S, πρίν.

Greek (Liddell-Scott)

τοπρίν: τοπρόσθεν, τοπρότερον, τοπρῶτον, ἴδε ἐν λέξ. πρίν, πρόσθεν, πρότερος.

French (Bailly abrégé)

c. πρίν.
Étymologie: τό, πρίν.

Greek Monotonic

τοπρίν: τοπρόσθεν, τοπρότερον, τοπρῶτον, προτιμητέα χωριστά.

Russian (Dvoretsky)

τοπρίν: το-πρόσθεν, το-πρότερον, το-πρῶτον правильнее раздельно: τὸ πρίν и т. д.

Middle Liddell


better written divisim τὸ πρίν, etc.