ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh
[Seite 1074] = τὰ αὐτὰ λέγειν, dann übh. = τευτάζω, s. dasselbe.
ταὐτάζω: ἴδε τευτάζω.
Α ταὐτάλέω συνεχώς τα ίδια, φλυαρώ.
ταὐτάζω: βλ. τευτάζω.
ταὐτάζω, [v. τευτάζω.]