κιθαρῳδία
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
ἡ, = foreg., Pl.Lg.700d (pl.), Ion533b.
German (Pape)
[Seite 1437] ἡ, dasselbe, neben κιθάρισις Plat. Ion 533 b, öfter, wie Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
κῐθᾰρῳδία: ἡ, = τῷ προηγ., Πλάτ. Νόμ. 700D, Ἴων 533Β.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de chanter en s’accompagnant de la cithare.
Étymologie: κιθαρῳδός.
Greek Monolingual
ἡ (Α κιθαρῳδία) κιθαρωδώ
κρούση της κιθάρας, κιθάρισμα με συνοδεία ωδής, άσματος.
Greek Monotonic
κῐθᾰρῳδία: ἡ, τραγούδι συνοδεία κιθάρας, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
κῐθᾰρῳδία: ἡ пение под аккомпанемент кифары Plat., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κιθαρῳδία -ας, ἡ [κιθαρῳδός] zang met begeleiding van citerspel.
Middle Liddell
κῐθᾰρῳδία, ἡ, [from κιθαρωδός]
a singing to the cithara, Plat.