λευκόχρως

From LSJ
Revision as of 03:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκόχρως Medium diacritics: λευκόχρως Low diacritics: λευκόχρως Capitals: ΛΕΥΚΟΧΡΩΣ
Transliteration A: leukóchrōs Transliteration B: leukochrōs Transliteration C: lefkochros Beta Code: leuko/xrws

English (LSJ)

ωτος, ὁ, ἡ,

   A white-skinned, colourless, Eub.35, Alex.98.18, Theoc.Ep.2.1, Arist.Phgn.808b4.

German (Pape)

[Seite 35] ωτος, mit weißer, zarter Haut, Eub. u. Alexis bei Ath. VII, 300 b XIII, 568 c; Δάφνις ὁ λευκ. Theocr. epigr. 2, 1; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων λευκὴν ἐπιδερμίδα, ἄχρους, Εὔβουλ. ἐν «Ἠχοῖ» 1, Ἄλεξ. ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 18, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 2. 1.

French (Bailly abrégé)

ωτος (ὁ, ἡ)
qui a la peau blanche.
Étymologie: λευκός, χρώς.

Greek Monolingual

λευκόχρως, -ωτος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει λευκή επιδερμίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + χρώς «επιδερμίδα»].

Greek Monotonic

λευκόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει λευκή επιδερμίδα, τρυφερός, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

λευκόχρως: ωτος adj. с белой кожей Arst., Theocr.

Middle Liddell

λευκό-χρως, ωτος,
white-skinned, Theocr.