ὅσγε
Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid
English (LSJ)
ἥγε, ὅγε, (ὅς, γε)
A who or which, with emphasis, τό γε μάλιστα ἐν τιμῇ ἄγονται Hdt.2.83, cf. 111, etc. ; τῇ γέ μοι φαίνεται εἶναι ἀληθές Id.7.139. II mostly, like Lat. qui quidem or quippe qui, οἵ γε . . ὑπῆρξαν ἄδικα ποιεῦντες since it was they who . ., ib.8.β' (cf. ὅς B. 1.1); ἀνδρῶν [σὲ] πρῶτον . . κρίνοντες... ὅς γ' ἐξέλυσας since it was thou who . ., S.OT35, cf. 342,853, OC427, etc.—Never in Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ὅσγε: ἥγε, ὅγε, (ὅς, γε) ὅστις τῷ ὄντι ἢ τοὐλάχιστον, ὅγε μάλιστα ἐν τιμῇ ἄγονται Ἡρόδ. 2. 83, πρβλ. 111, Σοφ. Ο. Τ. 342, κτλ.· ― τῇ γε, ὡς τοὐλάχιστον, Ἡρόδ. 2. 139. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς τὸ Λατ. qui quidem ἢ quippe qui, οἵγε .. ὑπῆρξαν ἄδικα ποιεῦντες, ἀφοῦ ἐκεῖνοι ἤρχισαν …, ὁ αὐτ. 7. 8, 2· ἀνδρῶν [σὲ] πρῶτον ... κρίνοντες …, ὅσγ’ ... ἐξέλυσας, ἀφοῦ σύ..., Σοφ. Ο. Τ. 35· πρβλ. 853, Ο. Κ. 427, κλ. ― Οὐδαμοῦ παρ’ Ὁμ.
French (Bailly abrégé)
Greek Monotonic
ὅσγε: ἥγε, ὅγε (ὅς, γε),
I. ο οποίος ή το οποίο τουλάχιστον, σε Ηρόδ., Σοφ.
II. Λατ. qui quidem ή quippe qui, οἵγε ὑπῆρξαν, αφού ήταν αυτοί τουλάχιστον που άρχισαν, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ὅσγε: ἥ-γε, ὅ-γε
1) который однако, тот кто все же: ὅγε μάλιστα ἐν τιμῇ ἄγονται Her. однако то (прорицалище), которое в особом почете, (есть прорицалище Лето);
2) поскольку, так как или ведь он: οἵγε ἐμὲ ὑπῆρξαν ἄδικα ποιεῦντες Her. ибо они-то первые и обидели меня.
Middle Liddell
I. ὅς, γε who or which at least, Hdt., Soph.
II. = Lat. qui quidem or quippe qui, οἵγε ὑπῆρξαν since it was they who began, Hdt.