αἱματόρρυτος

From LSJ
Revision as of 05:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱμᾰτόρρῠτος Medium diacritics: αἱματόρρυτος Low diacritics: αιματόρρυτος Capitals: ΑΙΜΑΤΟΡΡΥΤΟΣ
Transliteration A: haimatórrytos Transliteration B: haimatorrytos Transliteration C: aimatorrytos Beta Code: ai(mato/rrutos

English (LSJ)

ον,

   A blood- streaming, αἱ. ῥανίδες a shower of blood, E.IA1515 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

αἱμᾰτόρρῠτος: -ον, (ῥέω) ὁ ῥέων αἷμα· αἱμ. ῥανίδες = βροχὴ αἵματος, Εὐρ. Ι. Α. 1515.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ruisselant de sang.
Étymologie: αἷμα, ῥέω.

Spanish (DGE)

(αἱμᾰτόρρῠτος) -ον
que fluye sangre, sangriento αἱ. ῥανίδες E.IA 1515.

Greek Monotonic

αἱμᾰτόρρῠτος: -ον (ῥέω), αυτός από τον οποίο ρέει αίμα, αἱματόρρυτοι ῥανίδες, βροχή αίματος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

αἱμᾰτόρρῠτος: струящий кровь, т. е. кровавый (ῥανίδες Eur.).

Middle Liddell

[ῥέω]
blood-streaming, αἱμ. ῥανίδες a shower of blood, Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἱματόρρυτος -ον αἷμα, ῥέω in een bloedstroom vloeiend :. ῥανίσιν αἱματορρύτοις met stromen van bloeddruppels Eur. IA 1515.