γηράς
From LSJ
οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)
English (LSJ)
A v. γηράσκω.
Greek (Liddell-Scott)
γηράς: ἴδε ἐν λ. γηράσκω.
French (Bailly abrégé)
v. γηράσκω.
English (Autenrieth)
see γηράσκω.
Spanish (DGE)
v. γηράσκω.
Greek Monotonic
γηράς: μτχ. αορ. βʹ του γηράσκω, όπως αν προερχόταν από γηράσκω.
Russian (Dvoretsky)
γηράς: part. aor. к γηράσκω.