ἀκρόκομος
Ἡ πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint
English (LSJ)
ον, (κόμη)
A with hair on crown, epith. of Thracians, who either tied up their hair in a top-knot, or shaved all their head except crown, Il.4.533, Archil. Supp.1.4; with hair at tip, of goat's chin, Plb.34.10.9. II with leafy crown, E.Ph.1516; esp. of palms, D.S.2.53, D.P.1010; ἀ. κυπάρισσοι tapering cypresses, Theoc.22.41.
German (Pape)
[Seite 83] 1) auf der Spitze behaart, Hom. einmal, Iliad. 4, 533 Θρήικες ἀκρόκομοι, vielleicht weil sie nur oben auf dem Wirbel Haare trugen u. sonst den Kopf schoren; nach Anderen = καρηκομόωντες; Apoll. lex. Hom. 19, 6 ἀκρόκομοι οἱ μήτε κομῶντες μήτε ἀπεψιλωμένοι τὴν κόμην, also mit kurzabgeschnittenen Haaren, die nicht lang herabhängen, sondern nur ἐν ἄκρᾳ τῇ κεφαλῇ sind. – 2) oben belaubt, κλάδοι Eur. Phoen. 1516; κυπάρισσοι Theocr. 22, 41; πίτυς Archi. 29 (VII, 213).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρόκομος: -ον, (κόμη) = ἔχων κόμην ἐπὶ τῆς κορυφῆς, ἐπίθ. τῶν Θρᾳκῶν, οἵτινες ἢ συνέδεον τὴν κόμην των ἐπὶ τῆς κορυφῆς εἰς ἕνα ὄγκον ἢ ἐξύριζον ἅπασαν τὴν κεφαλήν, πλὴν τῆς κορυφῆς, Ἰλ. Δ. 533˙ μὲ τρίχας εἰς τὸ ἄκρον, περὶ γενείου τράγου, Πολύβ. παρὰ Στράβ. 208: - παρὰ Πολυδ. 2. 28˙ ἀκροκόμης, ου, ὁ. ΙΙ. ἔχων φύλλα κατὰ τὴν κορυφήν, πυκνόφυλλος, Εὐρ. Φοίν. 1516, Θεόκρ. 22. 41˙ ἰδίως ἐπὶ τοῦ φοίνικος, Διόδ. 2. 53, Διον. Π. 1010.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui relève ses cheveux sur le haut de la tête, qui ne garde ses cheveux que sur le sommet de la tête;
2 à la cime feuillue.
Étymologie: ἄκρος, κόμη.
English (Autenrieth)
(κόμη): with hair done up at the crown of the head, Il. 4.533†.
Greek Monolingual
ἀκρόκομος, -ον (Α)
1. (ως επίθ. τών Θρακών) αυτός που έχει μαλλιά μόνο στην κορυφή της κεφαλής
2. (για ζώα) αυτός που έχει τρίχες στο πιγούνι
3. (για δέντρα και κυρίως για τον φοίνικα) αυτός που έχει πυκνό φύλλωμα στην κορυφή
4. φρ. «ἀκρόκομοι κυπάρισσοι» — κωνικά κυπαρίσσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -κομος < κόμη.
Greek Monotonic
ἀκρόκομος: -ον (κόμη),
I. αυτός που έχει μαλλιά στην κορυφή του κεφαλιού, λέγεται για τους Θράκες, που ότι φαίνεται ξύριζαν όλο το κεφάλι εκτός απ' την κορυφή, σε Ομήρ. Ιλ.
II. αυτός που έχει φύλλα στην κορυφή, σε Ευρ., Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρόκομος:
1) с волосами на макушке (Θρήϊκες Hom.);
2) с листьями на кончике (ἐλάτας κλάδοι Eur.) или с высокой кроной (κυπάρυσσοι Theocr.; τὰ στελέχη τῶν φοινίκων Diod.; πίτυς Anth.).
Middle Liddell
κόμη
I. with hair on the crown, of the Thracians, who seem to have shaved all the head except the crown, Il.
II. with leaves at the top, Eur., Theocr.