ευώνυμος
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐώνυμος, -ον)
1. (κατ' ευφ.) αριστερός, ζερβός («το ευώνυμον κέρας»)
2. φρ. «εξ ευωνύμων» — από αριστερά
νεοελλ.
βοτ. το αρσ. ως ουσ. ο ευώνυμος
γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών που ανήκει στην τάξη κηλαστρώδη, οικογένεια κηλαστρίδες
μσν.-αρχ.
φρ. «ὁ ἐξ εὐωνύμων»
α) αυτός που βρίσκεται σε κατώτερη μοίρα
β) εκκλ. αυτός που λόγω αμαρτιών φέρει ευθύνη, που πρέπει να τιμωρηθεί
αρχ.
1. αυτός που έχει καλό όνομα, έντιμος, περίφημος
2. αυτός που έχει εκφραστεί καλά
3. ευτυχής
4. αυτός που προοιωνίζεται καλά, ευτυχή πράγματα, ο ευοίωνος
5. (για οιωνούς) αυτός που έρχεται από αριστερά, ο κακός οιωνός (τους οιωνούς που έρχονταν από αριστερά τους θεωρούσαν κακούς, δυσμενείς)
6. το θηλ. ως ουσ. ἡ εὐώνυμος
το είδος Euonymus europeus, του γένους Ευώνυμος, που είναι γνωστό με την κοινή ονομασία ασπρόξυλο.
επίρρ...
εὐώνυμα (Μ)
από αριστερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ώνυμος (< όνομα), ευφημιστικό σύνθετο. Το -ω- οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. αν-ώνυμος)].