ομόδουλος

From LSJ
Revision as of 11:25, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source

Greek Monolingual

-η, -ο θηλ. και -ος (ΑΜ ὁμόδουλος, -ον)
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η ομόδουλος
δούλος που ανήκει στον ίδιο αφέντη μαζί με άλλους
νεοελλ.-μσν.
(για κτήμα) αυτός που υπόκειται στην ίδια φορολογία
αρχ.
αυτός που έχει ερωτευθεί μαζί με άλλον την ίδια γυναίκα.
επίρρ...
ὁμοδούλως (Μ)
όπως οι ομόδουλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + δοῦλος.