δόκανο
From LSJ
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
Greek Monolingual
και δοκάνι, το (Α δόκανα, τα
Μ δόκανον, το) δοκός
τα δόκανα
το σύμβολο τών Διοσκούρων, το αστρονομικό σημείο τών Διοσκούρων, δύο παράλληλα ξύλα ενωμένα με δύο πλάγια
νεοελλ.
1. παγίδα με δύο συνήθως ελάσματα, η οποία πετυχαίνει αιφνιδιαστική παγίδευση θηράματος μόλις ασκηθεί ελαφρά πίεση
2. ποντικοπαγίδα, φάκα
μσν.
το δόκανον
η δοκός.