ὀκταστάδιος
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
[στᾰ], ον,
A eight stadia long, Plb.34.12.4.
German (Pape)
[Seite 317] acht Stadien lang; τὸ ὀκτ., Pol. 34, 12, 4; Strab. 7, 7, 4.
Greek Monolingual
ὀκταστάδιος και ὀκτωστάδιος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μήκος ίσο με οκτώ στάδια
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀκταστάδιον
μήκος οκτώ σταδίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + στάδιον (πρβλ. εξα-στάδιος)].