ριζοτόμος
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
ο / ῥιζοτόμος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
(το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ο ριζοτόμος ή το ριζοτόμο
εργαλείο για την αποκοπή ριζών