γκρεμός

From LSJ
Revision as of 15:14, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source

Greek Monolingual

και γκρεμνός, ο και γκρεμνό, το (πληθ. γκρεμοί, οι και γκρεμνά, τα) (AM κρημνός, ο
Μ κρημνόν και γκρέμνο και κρέμνο, το)
ψηλός και απότομος βράχος
μσν.- νεοελλ.
1. επικίνδυνο σημείο, κίνδυνος
2. δύσκολες περιστάσεις
νεοελλ.
«μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα» — αδιέξοδο χωρίς εναλλακτική λύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. γκρεμ(ν)ός < κρημνός, με τροπή του i σε e από επίδραση του -ρ- (πρβλ. σίδηρος > σίδερο, ξηρός > ξερός) και ηχηροποίηση του κ- σε γκ-, που ξεκίνησε από την αιτιατική: τον κρεμ(ν)ό > τον gρεμ(ν)ό > ο γκρεμ(ν)ός (πρβλ. την καμήλα > η γκαμήλα). Ο τ. κρημνός, αρχαίο ρηματικό ουσιαστικό, διαφύλαξε τη μεταπτωτική βαθμίδα κρημ- (της μονοσύλλαβης ρ. κρεμ-) έναντι της δισύλλαβης κρεμα- στο κρεμάννυμι. Ο τ. κρημνός συνδέεται προφανώς ετυμολογικά με τα κρίμνημικρήμνημι) και κρέμαμαι].