τέσσαρες

From LSJ
Revision as of 14:05, 16 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "[uglide]" to "u̯")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέσσᾰρες Medium diacritics: τέσσαρες Low diacritics: τέσσαρες Capitals: ΤΕΣΣΑΡΕΣ
Transliteration A: téssares Transliteration B: tessares Transliteration C: tessares Beta Code: te/ssares

English (LSJ)

οἱ, αἱ, τέσσαρα, τά, gen. ων: dat. τέσσαρσι (ν) Th.2.21, Act.Ap.12.4, etc.; poet.

   A τέτρᾰσι Hes.Fr.188, Pi.O.8.68, al., and in late Prose, as LXX Jd.9.34, Str.13.1.3, Hermog.Meth.29, Alex.Aphr.in Top.208.12,in Sens.54.18, PSI10.1126.9 (iii A.D.), v.l. in Act.Ap.11.5 (cod. D), and in good codd. of Arist.IA704a11, al., Theol.Ar.19, etc.; also τέταρσι SIG729.3 (Delph., i B.C.), PSI9.1028.10 (i A.D.):—Att. τέττᾰρες, τέττᾰρα, dat. τέτταρσιν Isoc.12.3; also τάρων (v. τάρες) for τεττάρων; Phocian dat. τεττάροις IG9(1).32.78 (Stiris, ii B.C.):—Ion. and later Gr. τέσσερες, τέσσερα, SIG57.25 (Milet., v B.C.), Schwyzer 289.120 (Rhodian, ii B.C.), etc. (dat. τέσσερσι Hdt.6.41, τεσσέρασιν SIG633.98 (Milet., ii B.C.)), but τέσσαρες in Hom., and Schwyzer707 B 4 (Ephesus, vi B.C.), etc.: codd. of LXX have τέσσαρες (nom. and acc.), τεσσάρων, τέσσαρσι, but τέσσερα (ς), τεσσεράκοντα; since however τέσσερα (ς) and τεσσεράκοντα, apart from Ion., are not common in Papyri before ii A.D., the LXX autographs prob. had τέσσαρα (ς) and τεσσαράκοντα; the form τέσσερα (ς) is here due to avoidance by the copyists of the sequence ε-α-α:—Dor. τέτορες, τέτορα, Hes.Op. 698, Phoc.3, Simon.91, Epich.149, SIG240I8 (Delph., iv B.C.), al., Theoc.14.16:—Ep. (prob. Aeol.) πίσῠρες [ῐ] Od.5.70, 16.249, A.R. 2.1110, Nic.Th.182; acc. πίσῠρας Od.22.111, Il.15.680, al., Call.Dian. 105, IGRom.4.360.26 (Pergam., ii A.D.); gen. πισύρων Dam.Isid.290 (metrical?), prob. in Hsch.; dat. πισύρεσσι, πισύροισι, -ῃσι, -αις, Nonn.D.16.119, 38.176, 236, 39.377, AP14.7.4: Aeol. also πέσῠρες, neut. πέσῠρα Epigr.Gr.988.6 (Balbilla); and πέσσῠρες, πέσσῠρα, Hsch.:—Boeot. πέττᾰρες, α (q.v.):—four, Od.9.335, etc.; διὰ τεττάρων the musical interval of the fourth, Damox.2.55, etc.; τὰ τέσσαρα the four simple bodies of Empedocles, Plot.6.2.2; the four kinds of quality or four Aristotelian senses of ποιόν, Id.6.1.10; the four cardinal principles of Epicurus (cf. τετραφάρμακος), Phld.Herc.1251.11. (Cf. Skt. catvā´ras (acc. catúras), Lat. quattuor, Lith. keturì, etc.: I.-E. qu̯etu̯or-.)

German (Pape)

[Seite 1095] οἱ, αἱ, τέσσαρα, τά, gen. τεσσάρων, dat. τέσσαρσι, und poet. τέτρασι, Hes. Irg. 47, 5 Pind. Ol. 8, 68. 11, 69; att τέτταρες, ion. τέσσερες, dor. τέττορες und τέτορες, aber Pind. hat τέσσαρες, N. 2, 19. 3, 74, äol. πίσυρες; – vier; Hom. Il. 2, 618. 18, 578 und sonst, der neben der gew. auch die äol. Form πίσυρες hat (s. oben); Pind. Ol. 11, 69 u. öfter; Tragg. u. in Prosa. – Als sehr geringe Zahl gebraucht, Ar. Ach. 2. – Zuweilen wird es indeklinabel gebraucht, z. B. τέσσαρες als dat., Lob. Phryn. 409.

Greek (Liddell-Scott)

τέσσᾰρες: οἱ, αἱ, τέσσαρα, τά, γενικ. ων· δοτικ. τέσσαρσι Θουκ. 2. 21, Ξεν., κλπ.· ποιητικ. τέτρᾰσι Ἡσ. Ἀποσπ. 47. 5, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις· ― νεώτερ. Ἀττ. τέττᾰρες, τέττᾰρα· καὶ τάρων ἀντὶ τεττάρων, Ἄμφις ἐν «Πλάνῳ» 1. 11· ― παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις, τέσσερες, τέσσερα, δοτικ. τέσσερσι Ἡρόδ. 6, 41, Συλλ. Ἐπιγρ. 2741. 15, κ. ἀλλ. ― Δωρικ. τέτορες, τέτορα, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 696, Φωκυλ. 3, Σιμωνίδ. 91, Ἐπίχ. 100 Ahr., Συλλ. Ἐπιγρ. 1690. 10, κ. ἀλλ. ― Αἰολικ. καὶ Ἐπικ. πίσυρες, πίσυρα Ἰλ. Ο. 680, Ὀδ. Ε. 70· ― Βοιωτ. πέτταρες, α, Συλλ. Ἐπιγρ. 1569. 38. Τέσσαρες, κοινῶς «τέσσερες», Ὅμηρ., κλπ. πρβλ. διαπασῶν. (Πρὸς τὸ τέσσαρες, πρβλ. Σανσκρ. Ќatur, Ќatvâr-as· Λατ. quatuor (Ὀσκ. petur, πρβλ. Αἰολικ. πίσυρες, Οὐαλλικ. pedwar)· Λιθ. ketur-i· Γοτθ. fidvôr· Ἀρχ. Γερμαν. fior (vier, Ἀγγλ. four)· πρβλ. τέταρτος ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

ες, α ; gén. άρων, dat. αρσι, acc. αρας, ας, α;
quatre.
Étymologie: p. *τέτϜαρες, myc. qetore, lat. quatuor, skr. katvaras.

English (Autenrieth)

four.

Spanish

cuatro

English (Strong)

or neuter tessara a plural number; four: four.

English (Thayer)

(τεσσερ() (τετρα() in composition equivalent to τετορα, Aeolic (Doric rather) for τέσσαρα.

Greek Monolingual

τέσσαρα, ΝΜΑ
άκλ. (λόγιος τ.) (απόλ. αριθμτ.) βλ. τέσσερεις.

Greek Monotonic

τέσσᾰρες: οἱ, αἱ, τέσσαρα, τά, γεν. τεσσάρων· δοτ. τέσσαρσι, ποιητ. τέτρᾰσι· μεταγεν. Αττ. τέττᾰρες, τέττᾰρα· στους Ιων. πεζογράφους, τέσσερες, τέσσερα, δοτ. τέσσερσι· Δωρ. τέτορες, τέτορα· Αιολ. και Επικ. πίσυρες, πίσυρα· Βοιωτ. πέτταρες· τέσσερις, Λατ. quatuor, σε Όμηρ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

τέσσᾰρες: ион. τέσσερες, атт. τέττᾰρες, дор. τέττορες и τέτορες, эп.-эол. πίσῠρες, α (dat. τέσσαρσι - ион. τέσσερσι, Hes. и поздн. τέτρᾰσι) четыре, четверо Hom. etc.

Middle Liddell

!τέσσᾰρες, οἱ, αἱ, τέσσαρα, ων, τά,
four, Lat. quatuor, Hom., etc.