ἴδιος
Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
English (LSJ)
[ῐδ], α, ον, Att. also ος, ον Pl.Prt.349b, Arist.HA532b32 (v. sub fin.): I one's own, pertaining to oneself: hence, 1 private, personal (opp. κοινός): twice in Hom., πρῆξις δ' ἥδ' ἰδίη οὐ δήμιος this business is private, not public, Od.3.82; δήμιον ἦ ἴδιον; 4.314; ἴδιος ἐν κοινῷ σταλείς embarking as a private man in a public cause, Pi.O. 13.49; ἰ. στόλῳ χρᾶσθαι, opp. δημοσίῳ, Hdt.5.63; γῆς . . νοσούσης ἴ. κινοῦντες κακά S.OT636; κοινὸν ἐξ ἰδίας ἀνοίας κακόν E.Hec.641 (lyr.), cf. Or.766 (troch.); ἴδια πράσσων ἢ στρατοῦ ταχθεὶς ὕπο; Id.IA1363 (troch.); ἴ. κέρδεα Hdt.6.100; συμφορά Antipho 2.1.11; πρόσοδος And.4.11; τὰ ἴ. διάφορα Th.2.37; πλοῦτος ἴ. καὶ δημόσιος Id.1.80, cf. Pl.R.521a; ἴ. οὐ κοινὸς πόνος ib.535b, cf. 543b; ξυμβόλαια ib.443e; ἰ. ἢ πολιτικὴ πρᾶξις Id.Grg.484d; πόλεις καὶ ἴ. οἶκοι Id.Lg.890b, cf. 796d, etc.; τὰ ἱρά, opp. τὰ ἴ., temples, opp. private buildings, Hdt. 6.9, 8.109; τὸ ἐν ἰδίοις discussion among private persons, Pl.Sph. 225b. 2 one's own, opp. ἀλλότριος, ἐπικώμια Pi.N.6.32; ἡ ἰ. ἐλευθερίη Hdt.7.147; Ζεὺς ἰδίοις νόμοις κρατύνων A.Pr.404 (lyr.); ἰδίᾳ γνώμᾳ ib.543 (lyr.); οὔτοι τὰ χρήματ' ἴ. κέκτηνται βροτοί E.Ph. 555; φίλων οὐδὲν ἴ., = κοινὰ τὰ τῶν φίλων, Id.Andr.376: with Pron., χωρίον ἡμέτερον ἴδιον D.55.8. 3 τὰ ἴ. private interests, opp. public, Th.1.82, 2.61, etc.; one's own property, Id.1.141, etc.; τὰ ἴ. πράττειν mind one's own business, in later Gr., Phryn.405, cf. 1 Ep.Thess.4.11; μένειν ἐπὶ τῶν ἰ. Plb.2.57.5; εἰς τὸ ἴ. καταθέσθαι for self, X.An.1.3.3, etc.: with Pron., τοὐμὸν ἴ. εἰπεῖν my personal opinion, Isoc.6.8; τὰ ἐμὰ ἴ. D.50.66; τὰ αὑτοῦ ἴ. Thgn.440 (dub.l.), cf.Antipho 5.61, Isoc.8.127; τὰ ὑμέτερα ἴ. D.19.307; τὰ ἴ. σφῶν αὐτῶν, τὰ ἴ. τὰ σφέτερα αὐτῶν, And.2.2,3.36; ἔγωγε τοὐμὸν ἴ. I for my own part, Luc.Merc.Cond.9. 4 of persons, personally attached to one, ἴδιοι Σελεύκου Plb.21.6.4, cf. Arist.Pol.1315a36, UPZ146.38 (ii B.C.), 109.18 (i B.C.); ἄνθρωπος ἴδιος τῇ εὐνοίᾳ τῇ πρὸς . . PCair.Zen.32 (iii B.C.); ταῖς εὐνοίαις ἴδιοι D.S.11.26; ἴδιοι, οἱ, members of one's family, relatives, BGU665 ii 1 (i A.D.), Vett.Val.70.5, etc. 5 ἡ ἰ. (sts. with κώμη added, BGU15.13 (ii A.D.)), one's place of origin, PTeb. 327.28 (ii A.D.), etc.: pl., καταπορεύεσθαι εἰς τὰς ἰ.ib.5.7 (ii B.C.). 6 in later Gr., almost as a possessive Pron.,= ἑαυτοῦ, ἑαυτῶν, ἡ ἰ. φιλαγαθία IG22.1011.71 (ii B.C.), etc.; χρῶνται ὡς ἰδίοις UPZ11.14 (ii B.C.); περὶ τῶν ἰ. βιβλίων, title of work by Galen. b ἴ. θάνατος one's own, i.e. a natural death, Ramsay Cities and Bishoprics No. 133; ἰδίοις τελευτῶσι θανάτοις Ptol.Tetr.199; also ἰδία μοίρῃ Ramsay op.cit. No.187. II separate, distinct, ἔθνος ἴ. καὶ οὐδαμῶς Σκυθικόν Hdt.4.18, cf. 22; ἴδιοί τινές σοι [θεοί]; Ar.Ra.890; ἑκάστῳ τῶν ὀνομάτων ὑπόκειταί τις ἴδιος οὐσία Pl.Prt.349b; πόλεις . . βαρβάρους καὶ ἰδίας Decr. ap. D.18.183; ὁ βάτραχος ἰδίαν ἔχει τὴν γλῶτταν, τὴν ἰ. ἀφίησι φωνήν, a peculiar kind of tongue, . . its peculiar note, Arist. HA536a8,11: folld. by ἤ, ἴδιον ἔπασχεν πάθος ἢ οἱ ἄλλοι unique and different from others, Pl.Grg.481c; so ἴδιον παρὰ τὰ ἄλλα Thphr.HP 6.4.10. b ἴ. λόγος, in Ptolemaic and Roman Egypt, private account, δεδώκαμεν Πύρωνι τὸν ἔσχατόν σου ἴ. λόγον PCair.Zen.253 (iii B.C.), cf. PGrenf.1.16 (ii B.C.), etc.; later, special account, a branch of the fiscal administration, Wilcken Chr.162 (ii B.C.), PAmh.2.31 (ii B.C.), PGnom.Prooem. (ii A.D.), etc.; ὁ γνώμων τοῦ ἰ. λόγου OGI669.44 (i A.D.); also as the title of the Controller, Str. 17.1.12 codd., OGI408 (ii A.D.), Mitteis Chr.372 vi 1 (ii A.D.). 2 strange, unusual, ἰδίοισιν ὑμεναίοισι κοὐχὶ σώφροσιν E.Or.558; peculiar, exceptional, περιττὸν καὶ ἴ. γένος Arist.GA760a5; τὰ περιττὰ καὶ ἴ. τῶν δένδρων Thphr.CP2.7.1; παράδοξον εἰπεῖν τι καὶ περιττὸν καὶ ἴ. Plu.2.1068b; eccentric, of persons, ib.57e; ἴ. τις ἐν πᾶσι βουλόμενος εἶναι Id.Them.18. 3 peculiar, appropriate, ἴδια ὀνόματα proper, specific words, opp. περιέχοντα, class-names, Arist. Rh.1407a31; ὄνομα ἴ. τινος Pl.R.580e; τὸ ἴ. τοῦ ἐπαίνου Luc.Pr.Im. 19. III ἴ. λόγοι ordinary private conversation, opp. ποίησις, Pl. R.366e, cf. Euthd.305d; v. infr. VI. 2b. IV τὸ ἴ. characteristic property of a species, Arist.Top.102a18, 103b11, Chrysipp.Stoic.2.75, Plot.5.5.13; but also, distinguishing feature in a relative sense, ἴ. πρός τι Arist.Top.128b25. V regul. Comp. ἰδιώτερος Isoc.12.73, Thphr.HP3.1.6: Sup. -ώτατος D.23.65, Thphr.HP1.14.2; also ἰδιαίτερος, -αίτατος, Arist.PA656a26, 658b33; -αίτατος but not -αίτερος acc. to Thom.Mag.p.189R. VI Adv. ἰδίως, peculiarly, Isoc.5.108; severally, Pl.Lg.807b: Comp. ἰδιωτέρως Thphr.HP1.13.4; ὡς -ώτερον εἰπεῖν Phld.Oec.p.68 J.; ἰδιαίτερον Hdn.7.6.7: Sup. ἰδιώτατα (v.l. -αίτατα) D.S.19.1; ἰδίως καλεῖσθαι to be called specifically, Arist.Mu.394b28; -αίτατα λέγεσθαι Id.Mete.382a3; ἰδίως, opp. κοινῶς, λέγεσθαι Demetr.Lac.Herc.1014.41 F. (but in Gramm., to be used as a proper name, D.T.634.13); in a peculiar sense or usage, Sch. Ar.Pl.115; ἰ.Αἰσχύλος τὸν Ἀγαμέμνονα ἐπὶ σκηνῆς ἀναιρεῖσθαι ποιεῖ A. Ag.Arg., cf. Sch.E.Ph.1116; also,= extra versum, τὸ φεῦ ἰδίως Sch. Ar.Nu.41 (v.l. ἰδίᾳ). 2 ἰδίᾳ, Ion. -ιη, as Adv., by oneself, privately, on one's own account, θύοντι ἰδίῃ μούνῳ Hdt.1.132, cf. 192, Ar.Eq.467; οὔτε ἰδίᾳ οὔτε ἐν κοινῷ Th.1.141; καὶ ἰ. καὶ δημοσίᾳ Id.3.45, Pl.Ap.30b; καὶ ἰ. καὶ κοινῇ Arist.Ath.40.3; ἰδίᾳ ἕκαστος Th.8.1, cf. Pl.Lg.946d, etc.: c. gen., ἰ. τῆς φρενός apart from . ., Ar.Ra.102. b in ordinary talk, opp. ὑπὸ ποιητῶν, Pl.R.363e, cf. 606c; v. supr. 111. 3 κατ' ἰδίαν in private, Philem.169; κατ' ἰδίαν εἰπεῖν τινι D.S.1.21; κατ' ἰ. λαβεῖν τινα to take him aside, Plb.4.84.8; also, separately, apart, Plu.2.120d; οἱ κατ' ἰ. βίοι Plb.1.71.1. (ϝίδιος Tab.Heracl.1.13, al., Schwyzer 324.4 (Delph., iv B.C.), IG9(1).333.12 (Locr., v B.C.), etc.; with spiritus asper, ἐκ τοῦ ηιδίου Jahresh.14Beibl.141 (Argos, v B.C.); καθ' ἱδίαν IG22.891.6, 5(1).6 (Lacon.), 9(2).66 (Lamia), Aët.3.159, etc.; καθ' ἱδδίαν prob. in IG9(2).461.26 (Thess.).)
German (Pape)
[Seite 1236] auch 2 End., wie Plat. Prot. 349 b Arist. gen. an. 3, 10 (vgl. ἰδέα), eigenthümlich; – a) den Einzelnen betreffend; πρῆξις δ' ἥδ' ἰδίη, οὐ δήμιος Od. 3, 82, δήμιον ἢ ἴδιον 4, 314, des einzelnen Mannes eigene Angelegenheit, Ggstz Volksod. Staatsangelegenheit; Pind. ἴδιος ἐν κοινῷ σταλείς Ol. 13, 47, ἴδια ναυστολέοντες ἐπικώμια N. 6, 33; bei Her. 8, 109 sind ἱερά u. ἴδια entgeggstzt. Gewöhnlich dem δημόσιος od. κοινός gegenüberstehend, πλούτῳ ἰδίῳ καὶ δημοσίῳ Thuc. 1, 80; ξυμφοραὶ ἴδιαι, Ggstz αἱ τῆς πόλεως, 2, 60, öfter; ἴδιος, οὐ κοινὸς πόνος Plat. Rep. VII, 535 b; ἴδιον οὐδὲν οὐδενὶ ἐχούσας, κοινὰς δὲ πᾶσι οἰκήσεις VIII, 543 d; εἰ πεινῶντες ἀγαθῶν ἰδίων ἐπὶ τὰ δημόσια ἴασιν VII, 521 a; ἰδία ἢ πολιτικὴ πρᾶξις Gorg. 484 d, Privat- oder Staatsangelegenheit; πόλεσί τε καὶ ἰδίοις οἴκοις Legg. X, 890 b, wie εἴς τε πολιτείαν καὶ ἰδίους οἴκους VII, 796 d; διὰ τὴν τῶν κοινῶν ἐπιμέλειαν οὐ δύνανται τοῖς αὑτῶν ἰδίοις προσέχειν τὸν νοῦν Isocr. 8, 127; Folgde. Vgl. noch οὐκ ἐπαισχύνεσθε γῆς οὕτω νοσούσης ἴδια κινοῦντες κακά Soph. O. R. 636; Eur. Hec. 640; – ἴδιοι, Privatleute, Plat. Soph. 225 b. – b) eigen, eigenthümlich, von Seiten des Besitzes, keinem Anderen gehörig; Ζεὺς ἰδίοις νόμοις κρατύνων, ἰδίᾳ γνώμῃ σέβεσθαι θνητούς, Aesch. Prom. 402. 542; οὔ τοι τὰ χρήματ' ἴδια κέκτηνται βροτοί, sie besitzen sie nicht als ihr Eigenthum, Eur. Phoen. 558; ἡ ἰδίη ἐλευθερία, persönliche Freiheit, Her. 7, 147; ἴδια κέρδεα προσδεκόμενοι παρὰ τοῦ Πέρσεω οἴσεσθαι, Vortheil für sich, 6, 100, wie κερδῶν ἰδίων ἐπιθυμῶν Ar. Ran. 360; häufig in Att, Prosa; τὸ ἴδιον, eigenes Besitzthum, Eigenthum, Plat. Gorg. 502 c; Xen. Hell. 1, 14, 13; τὰ ὑμέτερα ἴδια Dem. 19, 307 u. sonst bei den Rednern; τὰ ἴδια πράττειν, seine eigenen Geschäfte besorgen, Ggstz ἀλλότριος. Auch μένειν ἐπὶ τῶν ἰδίων, zu Hause bleiben, Pol. 3, 99, 4; εἰ δεῖ τοὐμὸν ἴδιον εἰπεἵν, meine persönliche Ansicht, Isocr. 6, 8. – Jem. eigen, zugethan, anverwandt, Pol. 21, 4, 4 D. Sic. 11, 26 D. L. 1, 26. – c) eigen, besonders, wodurch eines vom andern unterschieden ist; ἴδιοί τινές σου θεοί, κόμμα καινόν Ar. Ran. 890; ἑκάστῳ τῶν ὀνομάτων ὑπόκειταί τις ἴδιος οὐσία Plat. Prot. 349 d; ἑνὶ οὐκ ἔχομεν ὀνόματι προσειπεῖν ἰδίῳ αὐτοῦ Rep. IX, 580 e, vgl. Polit. 272 c εἴ τινά τις ἰδίαν δύναμιν ἔχουσα ᾔσθετό τι διάφορον τῶν ἄλλων; mit folgdm ἤ, Gorg. 481 c εἴ τις ἴδιόν τι ἔπασχε πάθος ἢ οἱ ἄλλοι, verschieden von den Anderen; ἔθνος ἴδιον, ein besonderes Voll, καὶ οὐδαμῶς Σκυθικόν, Her. 4, 18. 22; καὶ περιττὸν γένος τῶν μελιττῶν Arist. gen. anim. 3, 10; ὁ βάτραχος ἰδίαν ἔχει τὴν γλῶτταν H. A. 4, 9; ἴδιος ἄνθρωπος, als eigener, besonderer Mensch, καὶ περιττός Plut. Cat. mai. 25, der auch παράδοξον εἰπεῖν τι καὶ περιττὸν καὶ ἴδιον vrbdt, wie auch wir sagen: etwas ganz Besonderes; – λόγοι ἴδιοι, Prosa, im Ggstz von ποίησις, Plat. Rep. II, 366 e. – Comparat. ἰδιώτεραι πράξεις Isocr. 12, 73, wie ἰδίωτατον Dem. 23, 65, v. l. ἰδιαίτατα, u. so ἰδιαίτερος Theophr. u. Sp.; ἰδιαίτερον διαλεχθῆναί τινι, heimlicher, Hdn. 7, 6, 14; ἰδιαίτατα D. Sic. 19, 1. – Adv. ἰδίως, Plat. Legg. VII, 807 b u. A. Häufig auch ἰδίᾳ, privatim, für steh, im Ggstz von δημοσίᾳ oder κοινῇ, Ar. Equ. 467 Thuc. 1, 141 Xen. u. A., Plat. Rep. II, 366 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἴδιος: ῐδ, α, ον, Ἀττ. καὶ ος, ον, Πλάτ. Πρωτ. 349Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 1., 9. 40, 30· (ἴδε ἐν τέλει): Ι. ὁ εἰς ἑαυτὸν ἀνήκων· ἑπομένως: 1) ἰδιαίτερος, ἰδιωτικός, ἀντίθετον τῷ κοινὸς ἢ δήμιος: παρ᾿ Ὁμήρ. μόνον δὶς (ἐν Ὀδ.), πρῆξις δ᾿ ἥδ᾿ ἰδίη οὐ δήμιος, αὕτη ἡ ὑπόθεσις εἶναι ἰδιωτικὴ οὐχὶ δημοσία, Γ. 82· δήμιον ἢ ἴδιον Δ. 114· ἴδιος ἐν κοινῷ σταλεὶς Πινδ. Ο. 13. 69· ἰδίῳ στόλῳ χρᾶσθαι, ἀντίθετον τῷ δημοσίῳ. Ἡρόδ. 5. 63· γῆς … νοσούσης ἴδια κινοῦντες κακὰ Σοφ. Ο. Τ. 636· κοινὸν ἐξ ἰδίας ἀνοίας κακὸν Εὐρ. Ἑκ. 740, πρβλ. Ὀρ. 766· ἴδια πράσσων ἢ στρατοῦ ταχθεὶς ὕπο; ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 1364· ἴδια κέρδη Ἡρόδ. 100· συμφορὰ Ἀντιφῶν 116. 15· πρόσοδος Ἀνδοκ. 30. 25· τὰ ἴδια διάφορα Θουκ. 2. 37· πλοῦτος ἴδιος καὶ δημόσιος ὁ αὐτ. 1. 80, πρβλ. 2. 61, Πλάτ. Πολ. 521Α· ἴδιος οὐ κοινὸς πόνος αὐτόθι 535Β, πρβλ. 543Β· ἴδια ξυμβόλαια αὐτόθι 443Ε· ἰδία ἢ πολιτικὴ πρῆξις ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 484D· πόλεις καὶ ἴδιοι οἶκοι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 890Β, πρβλ. 796D, κτλ.· τὰ ἱρὰ καὶ τὰ ἴδια, ναοὶ καὶ ἰδιωτικαὶ οἰκοδομαί, Ἡρόδ. 6. 9., 8. 109· τὸ ἐν ἰδίοις, συζήτησις μεταξὺ ἰδιωτῶν, Πλάτ. Σοφιστ. 225Β. 2) ὁ «ἰδικός», ὡς κτῆμα ἢ περιουσία, ἀντίθετον τῷ ἀλλότριος, Πινδ. Ν. 6. 55· ἡ ἰδίη ἐλευθερίη Ἡρόδ. 7. 147· Ζεὺς ἰδίοις νόμοις κρατύνων Αἰσχύλ. Πρ. 404· ἰδίᾳ γνώμῃ αὐτόθι 543 (ἀλλ᾿ ἴδε ἐν λέξ. αὐτόνοος)· οὔτοι τὰ χρήματ᾿ ἴδια κέκτηνται βροτοὶ Εὐρ. Φοίν. 555· φίλων οὐδὲν ἴδιον, = κοινὰ τὰ τῶν φίλων ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 376· - μετ᾿ ἀντων., τὰ αὑτοῦ ἴδια Θέογν. 440· τὸ ἡμέτερον ἴδιον Δημ. 1274. 7, κτλ. 3) τὰ ἴδια, παρ᾿ Ἀττ., ἤτοι ἰδιωτικαὶ ὑποθέσεις, ἰδιωτικὰ συμφέροντα κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ κοινά, Θουκ. 1. 82., 2. 61, κτλ.· ἢ ἡ ἰδία περιουσία, ὁ αὐτ. 1. 141, κτλ.· ἴδια πράττειν, φροντίζειν περὶ τῶν ἰδίων, Εὐρ. Ι. Α. 1363· ὡσαύτως, εἰς τὸ ἴδιον, δι᾿ ἑαυτόν, Ξεν. Ἀν. 1. 3, 3, κτλ.· - οἱ τύποι οὗτοι κατὰ τὸν Φρύν. εἶναι ἧττον Ἀττ. ἢ οἱ τύποι: τὰ ἐμαυτοῦ, τὰ ἑαυτοῦ, κτλ.· ἀλλὰ συχνάκις εὑρίσκομεν συνημμένα τὰ ἐπίθετα καὶ τὴν ἀντωνυμ., τοὐμὸν ἴδιον, ἡ ἰδία (ἡ προσωπική) μου γνώμη, Ἰσοκρ. 117D· τὰ ἐμὰ ἴδια Δημ. 1226. 24· τὸ ἴδιον τὸ αὑτοῦ, τὰ αὑτοῦ ἴδια Ἀντιφῶν 136. 27, Ἰσοκρ. 184Ε· τὰ ὑμέτερα ἴδια Δημ. 439. 25· τὰ ἴδια σφῶν αὐτῶν, τὰ ἴδια τὰ σφέτερα αὐτῶν Ἀνδοκ. 20. 4., 28, 9· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 441· ἔγωγε τοὐμὸν ἴδιον, ἐγὼ τοὐλάχιστον τὸ κατ᾿ ἐμέ, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 9. 4) ἐπὶ προσώπων, ὁ ἀφωσιωμένος εἴς τινα, «ἰδικός του», ἴδιοι Σελεύκου Πολύβ. 21. 4, 4· ταῖς εὐνοίαις ἴδιοι Διόδ. 11. 26. ΙΙ. ἰδιαίτερος, χωριστός, διακεκριμένος, ἔθνος ἴδιον καὶ οὐδαμῶς Σκυθικὸν Ἡρόδ. 4 18, πρβλ. 22· ἴδιοί τινές σοι θεοί; Ἀριστοφ. Βάτρ. 890· ἑκάστῳ ὑπόκειταί τις ἴδιος οὐσία Πλάτ. Πρωτ. 349Β· πόλεις... βαρβάρους καὶ ἰδίας Δημ. 289. 19· ὁ βάτραχος ἰδίαν ἔχει τὴν γλῶτταν, ἰδιάζουσαν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 10: - ὡσαύτως, ἑπομένου τοῦ ἤ, ἴδιον ἢ ἄλλοι, ἰδιαίτερον καὶ διάφορον τῶν ἄλλων, Πλάτ. Γοργ. 481C· οὕτως, ἴδιον παρὰ τὰ ἄλλα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 10. 2) παράδοξος, ἀσυνήθης, ἰδίοισι ὑμεναίοισι κοὐχὶ σώφροσιν Εὐρ. Ὀρ. 558· ἴδιον καὶ περιττὸν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 10, 18· παράδοξος, ἰδιότροπος, ἐπὶ προσώπων, Πλούτ. 2. 57Ε· ἴδιός τις ὁ αὐτ. ἐν Θεμ. 18. 3) ἰδιαίτερος, κατάλληλος, ἴδια ὀνόματα, εἰδικά, ἰδιαίτερα, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ περιέχοντα, γενικά, Ἀριστ. Ρητ. 3. 5, 3· ὄνομα ἴδιόν τινος Πλάτ. Πολ. 580Ε· τὸ ἴδιον τοῦ ἐπαίνου Λουκ. ὑπὲρ τῶν Εἰκ. 19. ΙΙΙ. ἴδιοι λόγοι, πεζοί, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ποίησις, Πλάτ. Πολ. 366Ε· ἴδε κατωτ. VI. 2. γ. IV. ἐν τῇ Λογικῇ τοῦ Ἀριστ., τὸ ἴδιον εἶναι καθόλου ἡ χαρακτηριστικὴ ἰδιότης εἴδους τινός, Τοπ. 1. 5, 4., 1. 8, 2· ἀλλ᾿ ἐνίοτε χαλαρώτερον, ἐπὶ ἰδιότητος ἰδιαζούσης εἰς ὅρον τινὰ (ἐν διακρίσει ἀπὸ ἄλλων), ἢ εἰς ὡρισμένον πρόσωπον ἐν ὡρισμένῳ χρόνῳ ἂν καὶ οὐχὶ ὡς διαρκὲς κατηγόρημα, αὐτόθι 5. 1, 3. V. τὸ ὁμαλὸν Συγκρ. εἶναι ἰδιώτερος, Ἰσοκρ. 247C, Θεόφρ.· Ὑπερθ. ἰδιώτατος, Δημ. 641, 17· ἀλλὰ ἰδιαίτερος, ἰδιαίτατος ἐν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 10, 8., 16. 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 14, 2., 6. 3, 1, πρβλ. Θωμᾶν Μάγιστρ. 466. VI. Ἐπίρρ. ἰδίως, Πλάτ. Νόμ. 807Β, Ἰσοκρ. 104Α· Συγκρ. ἰδιαιτέρως, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 13, 4· ἢ ἰδιαίτερον, Ἡρῳδιαν. 7. 6· Ὑπερθ. ἰδιαίτατα, Διόδ. 19. 1· ἰδίως καλεῖν, καλεῖν δι᾿ ἰδίου ὀνόματος, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 13· - συχνὸν παρὰ Σχολ., ἐπὶ λέξεων ἐν ἰδιαιτέρᾳ σημασίᾳ ἢ χρήσει· ὡσαύτως, χωριστά, ἔξω τοῦ στίχου, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 41. 2) ὡσαύτως ἰδίᾳ, Ἰων. -ίῃ, ὡς Ἐπίρρ. = κατ᾿ ἰδίαν, ἰδιαιτέρως, χωριστά, θύοντι ἰδίῃ μούνῳ Ἡρόδ. 1. 132, πρβλ. 192· οὔτε ἰδίᾳ οὔτε ἐν κοινῷ Θουκ. 1. 141· καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ ὁ αὐτ. 3. 45· ἰδίᾳ ἕκαστος ὁ αὐτ. 8. 1· συχνὸν παρὰ Πλάτ., κτλ.: - μετὰ γεν., ἰδίᾳ τῆς φρενός, χωριστά, ἔξω.., Ἀριστοφ. Βάτρ. 102. β) πρὸς ἴδιον λογαριασμόν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 467. γ) παρὰ τοῖς πεζολόγοις, ἀντίθ. τῷ ὑπὸ ποιητῶν, Πλάτ. 366Ε· ἴδε ἀνωτ. ΙΙΙ. 3) κατ’ ἰδίαν, ἰδιαιτέρως, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 76, Πλούτ. 2. 120Ε· κατ’ ἰδίαν εἰπεῖν τινι Διόδ. 1. 21· κατ’ ἰδίαν λαμβάνειν τινά, ἰδιαιτέρως, χωριστά, κατὰ μέρος, Πολύβ. 4. 84, 8. (Ἡ λέξις αὕτη κατ’ ἀρχὰς εἶχε τὸ δίγαμμα ϝίδιος, ὡς φέρεται ἐν τοῖς Ἡρακλεωτ. Πίναξι, Αhr. π. Δωρ. § 5. 2, ἡ δὲ ῥίζα ἦτο ἕ, Fε ἢ σFε, ὥστε ὁ ἀρχικὸς τύπος θὰ ἦτο σFέδιος: - ὁ τύπος καθ’ ἰδίαν, μετὰ δασείας, ἀπαντᾷ ἐν Ἐπιγραφ., Συλλ. Ἐπιγρ. 2329, 2., 2347c. 8).
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
I. qui appartient en propre à qqn ou à qch, càd propre, particulier : εἰ δεῖ τοὐμὸν ἴδιον εἰπεῖν ISOCR s’il faut dire mon sentiment particulier ; τὸ ἐμὸν ἴδιον LUC pour ma part ; subst. τὸ ἴδιον ATT, τὰ ἴδια THC les biens propres à chacun;
II. qui a un caractère ou une nature à soi :
1 particulier, séparé, distinct : ἔθνος ἴδιον HDT, πόλεις ἴδιαι DÉM race, villes qui ont un caractère propre;
2 spécial, singulier, original : ἴδιος ἄνθρωπος PLUT homme singulier, extraordinaire;
3 qui convient particulièrement à : ἴδιον ὄνομα, nom propre d’une chose, le mot propre, p. opp. à ὄνομα περιέχον, terme général ; ἴδιοι λόγοι PLAT discours en termes propres, simples, càd la prose;
III. qui a un caractère particulier, privé : τὰ ἴδια, les affaires privées, les intérêts particuliers ou qqf la demeure particulière, le chez soi ; κατ’ ἰδίαν PLUT en particulier ; adv. • ἰδίᾳ :
1 d’une manière privée, pour soi;
2 en particulier, séparément, à part ; ἰδίᾳ ἕκαστος THC chacun en particulier;
Cp. ἰδιώτερος, Sp. ἰδιώτατος.
Étymologie: p. *Ϝίδιος, *σϜίδιος, de *σϜέδιος, de *σϜε ou ἕ, pron. réfl.
English (Autenrieth)
private, opp. δήμιος, Od. 3.82 and Od. 4.314.
English (Slater)
ῐδιος (
1 ϝίδ- (O. 13.49) )
a one's own ἴδια ναυστολέοντες ἐπικώμια (sc. Βασσίδαι) (N. 6.32) adv., ἰδίᾳ, of one's own accord, ἰδίᾳ τ' ἐρεύνασε τεναγέων ῥοάς (διά τ' Σγρ·, unde διά τ' ἐξερεύνασε coni. Boeckh: v. Barrett on Eur. Hipp. 745) (N. 3.24) [ἰδίοις ?fr. 338. 7 scholium esse videtur.]
b subs., private person ἐγὼ δὲ ἴδιος ἐν κοινῷ σταλεὶς (O. 13.49)
English (Abbott-Smith)
ἴδιος, -α, -ον (in Attic usually -ος, -ον), [in LXX chiefly for pers. suff., also for לָהֶם, etc.; (τὰ ἴ.) בֵּיתוֹ;]
1.one's own;
(a)of that which is private and personal (in cl. opp. to κοινός, δημόσιος; cf. infr. 3);
(b)of property, friends, home, country, etc. (in cl. opp. to ἀλλότριος; in late writers often, like ἑαυτοῦ, with weakened sense, v. M, Pr., 87ff.; Deiss., BS, 123f.): Lk 6:41, Jo 1:42 5:43, Ac 2:6 20:28, I Co 11:21, Ga 6:5, II Ti 1:9, He 7:27, Ju 6, al.; πράσσειν τὰ ἴ., I Th 4:11; κατὰ τὰς ἰ. ἐπιθυμίας, II Ti 4:3; οἱ ἴδιοι, Jo 1:11 (M, Pr., 90f.; Field, Notes, 84) 13:1, Ac 4:23, I Ti 5:8; τὰ ἴδια, one's home (Field, Notes, l.c.), Lk 18:28, Jo 1:11 16:32 19:27.
2.peculiar, distinct, appropriate, proper: τὸ ἴ. σῶμα, I Co 15:38; ἐν τ. ἰ. τάγματι, I Co 15:23; εἰς τ. τόπον τ. ἴ., Ac 1:25; = αὐτοῦ (v. Deiss., ut. supr.), Mt 22:5, Jo 1:42 (cf. Wi 10:1).
3.Adverbially (v. supr., 1 (a);and cf. WM, 739:2);
(a)ἰδίᾳ, severally, separately: I Co 12:11;
(b)κατ’ ἰδίαν, apart, privately, in private: Mt 14:13, 23 20:17, Mk 4:34 7:33, Lk 10:23, Ac 23:19, al.
English (Strong)
of uncertain affinity; pertaining to self, i.e. one's own; by implication, private or separate: X his acquaintance, when they were alone, apart, aside, due, his (own, proper, several), home, (her, our, thine, your) own (business), private(-ly), proper, severally, their (own).
Greek Monolingual
(I)
-ία, -ον (ΑΜ ἴδιος, -ία, -ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος)
1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.)
2. ιδιαίτερος (α. «κάθε παιδί είχε ίδια περιουσία» β. «ὁ βάτραχος ἰδίαν ἔχει τὴν γλῶτταν», Αριστοτ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το ίδιον
καθετί που αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα κάποιου, που αρμόζει στη φύση του («ίδιον του αλαζόνα είναι η επιδεικτικότητα»)
4. φρ. «κατ' ιδίαν» — ιδιαιτέρως
νεοελλ.
φρ. «ἐξ ἰδίων κρίνω τὰ ἀλλότρια»
α) κρίνω τους άλλους με τα δικά μου μέτρα και σταθμά
β) εξομοιώνω τους άλλους με τον εαυτό μου, φαντάζομαι ότι οι άλλοι έχουν τα ίδια ελαττώματα ή κίνητρα με μένα
μσν.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἴδιος
οικείος, σύντροφος, φίλος («τινὲς ἀπὸ τοὺς ἴδιους του καὶ συμβουλάτορές του», Χρον. Moρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἴδιον
κτήμα, ιδιοκτησία
3. φρ. «στέκω στο ίδιο» — παραμένω σταθερός στη δική μου άποψη ἡ στη δική μου απόφαση
αρχ.
1. ο ιδιωτικός σε αντιδιαστολή προς τον δημόσιο («ἰδίῳ στόλῳ εἴτε δημοσίῳ χρησόμενοι», Ηρόδ.)
2. παράδοξος, ασυνήθιστος («ἰδίοισι ὑμενέοισι κοὐχὶ σώφροσιν», Ευρ.)
3. εξαιρετικός, έξοχος («περιττὀν καὶ ἴδιον γένος», Αριστοφ.)
4. ειδικός, κατάλληλος («ἴδια ὀνόματα», Αριστοτ.)
5. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἴδιος
ο αφοσιωμένος, ο προσκολλημένος σε κάποιον ἡ σε κάτι
β. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἴδιοι
οι συγγενείς
7. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰδία
ο τόπος καταγωγής κάποιου
8. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἴδιον
α) διακριτικό γνώρισμα
β) η προσωπική γνώμη («ἔγωγε τοὐμὸν ἴδιον» — όσον αφορά τουλάχιστον εμένα, Λουκιαν.)
9. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἴδια
οι ιδιωτικές υποθέσεις, τα ιδιωτικά συμφέροντα
10. φρ. α) «τὰ ἴδια πράττω» — φροντίζω για τις προσωπικές μου υποθέσεις
β) (στην Αίγυπτο) «ἴδιος λόγος» — ο ιδιωτικός λογαριασμός
γ) «ἴδιοι λόγοι» — οι πεζοί λόγοι
δ) «Περὶ τῶν ἰδίων βιβλίων» — τίτλος έργου του Γαληνού.
επίρρ...
ιδίως (ΑΜ ἰδίως)
ιδιαιτέρως
νεοελλ.
προπάντων, κυρίως, κατ' εξοχήν
αρχ.
με δικό του όνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αργολ. Fhεδιέστας «ιδιώτης» οδηγεί σε αναγωγή της λ. ίδιος σε τ. Fhεδιος < Fhe-δ-ιος < Fhe (πρβλ. ἕ), με παρέκταση -δ- και κώφωση του -ε- σε -ι-. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. επίρρ. νι- «χωριστά», οπότε η δασύτητα του αργολικού τ. hίδιος θα οφείλεται σε αναλογία προς τους τ. ἕκαστος, ἑαυτοῦ.
ΠΑΡ. ιδιάζω, ιδικός, ιδιότητα(-ότης), ιδιώτης
αρχ.
ιδιούμαι. (Για τα σύνθ. βλ. λ. ίδιο-)].
(II)
-α, -ο
1. αυτός που δεν διαφέρει καθόλου από κάποιον άλλο, ο απαράλλαχτος (α. «τα μάτια τους έχουν το ίδιο χρώμα» β. «μέ έπιασε πάλι ο ίδιος πονοκέφαλος που μέ πιάνει κάθε πρωί»)
2. αυτός που διαφέρει ελάχιστα από κάποιον άλλο, που έχει πολλές ομοιότητες με κάποιον άλλο, ο όμοιος (α. «είναι ίδιος ο πατέρας του» β. «ήταν ίδιος θεός»)
3. (με επιτ. σημ., με άρθρο) α) αυτός καθ' εαυτόν (α. «η ίδια η κατάσταση το επιβάλλει» β. «τον είδα με τα ίδια μου τα μάτια»)
β) αυτός προσωπικά και όχι άλλος («θα πάω εγώ ο ίδιος να του μιλήσω»)
4. φρ. α) «γύρισε στα ίδια» — ξαναγύρισε στην πατρίδα του ή στο σπίτι του
β) «τα ίδια και τα ίδια» — πράγματα που συμβαίνουν πολύ συχνά, μονότονες επαναλήψεις
γ) «το ίδιο μού κάνει» — δεν μέ νοιάζει, αδιαφορώ
5. παροιμ. «τα ίδια Παντελάκη μου τα ίδια Παντελή μου» ή «τα ίδια της συχωρεμένης» — για πράγματα που επαναλαμβάνονται με μονότονο τρόπο.
επίρρ...
ίδια
με καμιά ή με ελάχιστη διαφορά, όμοια, απαράλλαχτα («ίδια κι απαράλλαχτα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο νεοελλ. τ. ίδιος προήλθε από το ίδιος (Ι) με συνίζηση (ίδιος). Η σημ. του τ. «απαράλλακτος, όμοιος» είναι προϊόν εξέλιξης της σημ. του ίδιος (Ι) «ατομικός, προσωπικός, αυτός που αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα, ιδιαίτερος, οικείος» σε «όμοιος, ταυτόσημος», από την αναγωγή της χαρακτηριστικής ιδιότητας σε ταυτότητα, σύμπτωση, ομοιότητα προς το χαρακτηριζόμενο.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) νεοελλ. ολόιδιος].
Greek Monotonic
ἴδιος: [ῐδ], -α, -ον και -ος, -ον,
I. αυτός που ανήκει στον εαυτό του, ίδιος, ιδιωτικός·
1. ιδιωτικός, ιδιαίτερος· πρῆξις ἥδ' ἰδίη οὐ δήμιος, αυτή η υπόθεση είναι ιδιωτική, όχι δημόσια, σε Ομήρ. Οδ.· ἴδιος ἐν κοινῷ σταλείς, εισάγω έναν ιδιώτη σε μια δημόσια υπόθεση, σε Πίνδ.· πλοῦτος ἴδιος καὶ δημόσιος, ιδιωτικός και δημόσιος πλούτος, σε Θουκ.· τὰ ἱρὰ καὶ τὰ ἴδια, ναοί και ιδιωτικά κτίρια, σε Ηρόδ.
2. τὰ ἴδια, ιδιωτικές υποθέσεις, ιδιωτικά συμφέροντα, ζητήματα, αντίθ. προς τα κοινά, δημόσια, σε Θουκ.· ιδιωτική περιουσία, στον ίδ.· ἴδια πράττειν, φροντίζω για τις δικές μου υποθέσεις, σε Ευρ.· τὰ ἐμὰ ἴδια, σε Δημ.· στον ενικ., τὸ ἡμέτερον ἴδιον, στον ίδ.· εἰς τὸ ἴδιον, για τον εαυτό (μου), σε Ξεν.· ἔγωγε τοὐμὸν ἴδιον, τουλάχιστον σε σχέση με όσα με αφορούν, σε Λουκ.
II. ιδιαίτερος, ξεχωριστός, διακεκριμένος, ἔθνος ἴδιον, σε Ηρόδ.· ἴδιοί τινες θεοί, σε Αριστοφ.· ἴδιον ἢ ἄλλοι, ξεχωριστό και διαφορετικό από τους άλλους, σε Πλάτ.· ασυνήθιστος, παράδοξος, περίεργος, ἰδίοισιν ὑμεναίοισι, σε Ευρ.
III. ομαλ. συγκρ. ἰδιώτερος· υπερθ. ἰδιώτατος, σε Δημ.· μεταγεν., ἰδιαίτερος, -αίτατος, σε Αριστ.
IV. 1. επίρρ., ἰδίως, ειδικά, ιδιαίτερα, σε Πλάτ. κ.λπ.
2. επίσης, ἰδίᾳ, Ιων. -ίῃ, ως επίρρ., μεμονωμένα, ιδιαιτέρως, ξεχωριστά, κατ' ιδίαν, σε Ηρόδ. κ.λπ.· οὔτε ἰδίᾳ οὔτε ἐν κοινῷ, σε Θουκ.· καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ, στον ίδ.· με γεν., ἰδίᾳ τῆς φρενός, ξέχωρα από..., έξω από..., σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἴδιος: и 2 (ῐδ)
1) свой, собственный: ἴ. πράσσων Eur. действующий по собственной воле, поступающий добровольно; τὴν δοκὸν τὴν ἐν τῷ ἰδίῳ ὀφθαλμῷ οὐ κατανοεῖν погов. NT не замечать бревна в собственном глазу;
2) находящийся в частной собственности, частный (οἶκοι, πλοῦτος Plat.; γῆ Arst.): φίλων οὐδὲν ἴδιον Eur. у (истинных) друзей (нет) ничего личного;
3) частный, личный (κακόν Soph.; κέρδη Her.; τὰ διάφορα Thuc.; πόνος Plat.): ἰδίᾳ γνώμῃ Aesch. по личному усмотрению;
4) особый, особенный, своеобразный, иной, отличный (ἔθνος Her.; οὐσία Plat., Arst.; πόλεις Dem.): ἰ. ἢ ἄλλοι Plat. иной, чем другие;
5) специальный (ὄνομά τινος Plat.): τοῖς ἰδίοις ὀνόμασι λέγειν, καὶ μὴ τοῖς περιέχουσιν Arst. называть (вещи) специальными (т. е. собственными) словами, а не общими;
6) странный, необычный (τὸ τῶν μελιττῶν γένος Arst.; ἄνθρωπος Plut.): παράδοξον εἰπεῖν τι καὶ περιττὸν καὶ ἴδιον Plut. сказать нечто из ряда вон выходящее;
7) неслыханный, чудовищный (ὑμοναιοι Eur.);
8) простой, обыкновенный: οὔτ᾽ ἐν ποιήσει οὔτ᾽ ἐν ἰδίοις λόγοις Plat. ни в стихах, ни в прозе - см. тж. ἰδία, ἰδίᾳ, ἴδιον и ἴδιοι.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: own, private (Od.).
Other forms: Dor. Ϝίδιος, Arg. hίδιος
Compounds: Often as 1. member, e. g. ἰδιο-γενής of ones own kind (Pl. Plt. 265e; opposite κοινο-γενής), hell..
Derivatives: 1. ἰδιώτης m. private, layman, uneducated man (IA; on the formation Chantr. Form. 311, Redard Les noms grecs en -της 28) with f. ἰδιῶτις (hell.); from it ἰδιωτικός belonging to an ἰδιώτης, common, ordinary, vulgar, vile, uneducated (IA; Chantraine Ét. sur le vocab. gr. 120 a. 123) and ἰδιωτεύω act, live on one's own, without respect, be uneducated with ἰδιωτεία private life, uneducatedness (Att.); also ἰδιωτίζω pronounce in a special way (Eust.). 2. ἰδιότης, -ητος f. own character, pecularity (Pl., X.). 3. ἰδικός = ἴδιος (late). 4. ἰδιόομαι make ones own, appropriate (Pl.) with ἰδίωμα own character, pecularity (hell.), ἰδίωσις isolation, appropriation (Pl., Plu.). 5. ἰδιάζω be peculiar, live on one's own (Arist.) with ἰδιαστής, ἰδιασμός (late).
Origin: IE [Indo-European] [882] *s(e)ue- refl. pron.
Etymology: Arg. Ϝhεδιεστας = ἰδιώτης (cf. κηδεσ-τής, El. τελεσ-τα) shows for ἴδιος an orig.. *Ϝhεδιος, from the reflexive Ϝhε = ἕ (IE *su̯e) (Schwyzer 226; on ε > ι 256). Diff., also possible, Schulze KZ 40, 417 n. 6 = Kl. Schr. 74 n. 2, Brugmann IF 16, 491ff., Fraenkel Ling. Posn. 4, 104: to Skt. ví separate; Arg. hίδιος then after ἑαυτοῦ etc., ἕκαστος [but vi- is not represented elsewhere in Greek]. - (Not with Specht KZ 68, 47, Ursprung 197 m. n. 2 from *su̯i-dio-.)
Middle Liddell
ἴ˘διος, η, ον
I. one's own, pertaining to oneself: and so,
1. private, personal, πρῆξις ἥδ' ἰδίη οὐ δήμιος this business is private, not public, Od.; ἴδιος ἐν κοινῷ σταλείς embarking a private man in a public cause, Pind.; πλοῦτος ἴδιος καὶ δημόσιος private and public wealth, Thuc.; τὰ ἱρὰ καὶ τὸ ἴδια temples and private buildings, Hdt.
2. τὰ ἴδια, either private affairs, private interests, Thuc.; or one's own property, Thuc.; ἴδια πράττειν to mind one's own affairs, Eur.; τὰ ἐμὰ ἴδια Dem.:—in sg., τὸ ἡμέτερον ἴδιον Dem.; εἰς τὸ ἴδιον for oneself, Xen.; τοὐμὸν ἴδιον for my own part, Luc.
II. peculiar, separate, distinct, ἔθνος ἴδιον Hdt.; ἴδιοί τινες θεοί Ar.; ἴδιον ἢ ἄλλοι peculiar and different from others, Plat.; strange, unaccustomed, ἰδίοισιν ὑμεναίοισι Eur.
III. regul. comp. is ἰδιώτερος.; Sup. ἰδιώτατος, Dem.; later ἰδιαίτερος, -αίτατος, Arist.
IV. adv. ἰδίως, especially, peculiarly, Plat., etc.
2. also ἰδίᾳ, ionic -ίῃ, as adv. by oneself, privately, separately, on one's own account, Hdt., etc.; οὔτε ἰδίᾳ οὔτε ἐν κοινῷ Thuc.; καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ Thuc.:—c. gen. apart from, Ar.