γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
ἐξέρπω (Α) έρπω1. σέρνομαι έξω («ἐκ τοῦ σκίμποδος δάκνουσί μ' ἐξέρποντες οἱ Κορίνθιοι»)2. πηγαίνω έξω3. προχωρώ μπροστά4. απέρχομαι5. παράγω, γεννώ.