κοπριά

From LSJ
Revision as of 12:35, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

Greek Monolingual

και κοπρά, η (ΑM κοπρία, Μ και κοπρέα)
1. περίττωμα ζώου
2. σωρός περιττωμάτων ζώων, κοπρώνας («καὶ ἐκάθητο ἐπὶ τῆς κοπρίας ἔξω τῆς πόλεως», ΠΔ)
2. ζωικό λίπασμα («Κύριε, ἄφες αὐτὴν καὶ τοῦτο τὸ ἔτος, ἕως ὅτου σκάψω περὶ αὐτὴν καὶ βάλω κοπρίαν», ΚΔ)
νεοελλ.
1. βρομιά, ακαθαρσία
2. άχρηστος και περιττός άνθρωπος
3. μτφ. σκάνδαλα, βρόμικες υποθέσεις («η έρευνα έδειξε πως υπάρχει πολλή κοπριά»)
αρχ.
ζιζάνια και άλλα άχρηστα σώματα που έχουν αναμιχθεί με το σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κοπρία < κόπρος (Ι) + κατάλ. -ία. Ο τ. κοπρέα < κόπρος (Ι) + κατάλ. -έα. Ο τ. κοπριά < κοπρία ή < κοπρέα με καταβιβασμό του τόνου. Η συνίζηση της κατάλ. σε ι-ιά, συνηθισμένη σε τέτοιες περιπτώσεις, εμποδίστηκε από το σύμφωνο -ρ- κατά προφύλαξιν].