μονομερής

From LSJ
Revision as of 12:45, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

Ζήτει συναγαγεῖν ἐκ δικαίων τὸν βίον → Vitam ex honestis tibi para negotiis → Erwirb dir nur gerechten Lebensunterhalt

Menander, Monostichoi, 196
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονομερής Medium diacritics: μονομερής Low diacritics: μονομερής Capitals: ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ
Transliteration A: monomerḗs Transliteration B: monomerēs Transliteration C: monomeris Beta Code: monomerh/s

English (LSJ)

ές, (μέρος)

   A consisting of one part, single, opp. πολυμερής, φιλοσοφία S.E.M.7.2.    2 for one side, of a bandage, Gal.18 (1).794.    II ἐκ τοῦ μ. after hearing only one side, Luc.Cal.6; τὰ μ. ex parte applications, Lyd.Mag.3.15; μ. μαρτυρίαι Just.Nov.90.9. Adv. -μερῶς in a one-sided manner, Vett.Val.136.2.

German (Pape)

[Seite 204] ές, aus einem Theile od. Stücke bestehend, einfach; S. Emp. adv. math. 7, 2; Luc. Calumn. 6; Hermogen. Stas. 1 p. 7.

Greek (Liddell-Scott)

μονομερής: -ές, (μέρος) ὁ ἐξ ἑνὸς μόνου μέρους ἀποτελούμενος, μόνος, ἀντίθετ. τῷ πολυμερής, Ἐρανίου Φίλωνος περὶ διαφορᾶς σημασ. σελ. 155 ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Ἀμμωνίου Valck.· ἐκ τοῦ μονομεροῦς, κατὰ μονομέρειαν, Λουκ. π. Διαβολ. 6, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 2, κτλ. ΙΙ. ὁ πρὸς τὸ ἓν μόνον μέρος κλίνων, ἄδικος, μεροληπτικός, Φωτ. Ἐπιστ. 158.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ne forme qu’une part, càd un tout, simple ; fig. partial.
Étymologie: μόνος, μέρος.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ μονομερής)
1. αυτός που αποτελείται από ένα μόνο μέρος ή τεμάχιο, μονομελής
2. μτφ. αυτός που εξετάζει κάτι μονόπλευρα, που παραβλέπει ορισμένες πλευρές ενός θέματος, μονόπλευρος, μεροληπτικός (α. «μονομερής ανάλυση» β. «μονομερεῑς μαρτυρίαι», Iουστιν)
νεοελλ.
χημ. το ουδ. ως ουσ. το μονομερές
χημική ένωση, στον μοριακό τύπο της οποίας οι δείκτες έχουν τις μικρότερες δυνατές τιμές, που καθορίζονται από τα σθένη τών αντίστοιχων ατόμων
αρχ.
1. (για επίδεσμο) αυτός που προορίζεται μόνο για ένα μέρος
2. φρ. «ἐκ τοῦ μονομεροῡς» — μεροληπτικά, άδικα.
επίρρ...
μονομερώς (ΑΜ μονομερῶς)
1. μεροληπτικά, άδικα
2. με μονομερή τρόπο, μονόπλευρα
μσν.
1. από τη μία μόνο μεριά
2. αυτοτελώς, μεμονωμένα, ανεξάρτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -μερής (< μέρος), πρβλ. ισο-μερής].

Greek Monotonic

μονομερής: -ές (μέρος), αυτός που αποτελείται από ένα μόνο μέρος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

μονομερής: имеющий лишь одну часть или сторону Sext.: ἐκ τοῦ μονομεροῦς Luc. выслушав лишь одну сторону.

Middle Liddell

μονο-μερής, ές μέρος
consisting of one part, Luc.