κατασκοπέω

From LSJ
Revision as of 11:35, 26 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " . ." to "…")

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκοπέω Medium diacritics: κατασκοπέω Low diacritics: κατασκοπέω Capitals: ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΩ
Transliteration A: kataskopéō Transliteration B: kataskopeō Transliteration C: kataskopeo Beta Code: kataskope/w

English (LSJ)

fut. -σκέψομαι: aor. -εσκεψάμην:—

   A view closely, spy out, reconnoitre, κ. ὅποιE.Hel.1607; τὰ ἀγγελλόμενα reconnoitre, Aen. Tact.23.10; εἴ πῃX.Cyr.7.1.39, cf. Th.6.50, al.; τῶν πολεμίων Plu.Sol.9; keep a look-out, of ships, Plb. 3.95.6:—Med., -σκοπεῖσθαι ἑαυτήν X.Mem.2.1.22; αὐτὸς ἑαυτὸν κ. Arist.MM1213a5; inspect, τὰς πανοπλίας Plb.10.20.2; γραφήν POxy. 1414.4 (iii A.D.); of a medical examination, Gal.1.293.

German (Pape)

[Seite 1379] = Vorigem; ὅπη νοσοῖεν ξύμμαχοι κατασκοπῶν Eur. Hel. 1623; im med., Xen. Hem. 2, 1, 22; τὰς πανοπλίας, mustern, Pol. 10, 20, 2; Sp. S. κατασκέπτομαι.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκοπέω: μέλλ. -σκέψομαι: ἀόρ. -εσκεψάμην, βλέπω ἐκ τοῦ πλησίον, ἐξετάζω, ἐρευνῶ, κ. ὅπῃ... Εὐρ. Ἑλ. 1607·― ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κατασκοπεῖσθαι θαμὰ ἑαυτήν, σκοπεῖν δὲ... Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22· ἐπιθεωρῶ, ἐξετάζω, Πολύβ. 10. 20, 2· τινὸς Πλουτ. Σόλ. 9· ἐνεργῶ κατασκόπευσιν, προσπαθῶ κρυφίως καὶ δολίως νὰ μάθω τι, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 39· προσέχω, φυλάττω φυλακήν, Λατ. speculari, ἑπὶ πλοίων, Πολύβ. 3. 95, 6.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
observer avec soin, acc..
Étymologie: κατά, σκοπέω.

English (Strong)

from κατάσκοπος; to be a sentinel, i.e. to inspect insidiously: spy out.

English (Thayer)

κατασκόπω: 1st aorist infinitive κατασκοπῆσαι; to inspect, view closely, in order to spy out and plot against: τί, Euripides, Hel. 1607 (1623); so used, especially in middle, in the other Greek writings from Xenophon down).

Greek Monotonic

κατασκοπέω: μέλ. -σκέψομαι, αόρ. αʹ -εσκεψάμην· παρατηρώ από κοντά, παρακολουθώ, κατασκοπεύω, σε Ευρ.· κάνω αναγνώριση εδάφους, σε Ξεν.· επίσης στη Μέσ., στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κατασκοπέω: тж. med. (fut. κατασκέψομαι, aor. κατεσκεψάμην)
1) внимательно или пристально глядеть, высматривать (ὅπῃ νοσοῖεν ξύμμαχοι Eur.);
2) med. осматривать (ἑαυτόν Xen.; τὰς πανοπλίας Polyb.);
3) злоумышлять (τὴν ἐλευθερίαν τινός NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατασκοπέω [κατασκοπή] nauwkeurig bekijken, ook med.

Middle Liddell

f -σκέψομαι aor1 -εσκεψάμην
to view closely, spy out, Eur.: to reconnoitre, Xen.:— also in Mid., Xen.