μεταπέταμαι

From LSJ
Revision as of 11:55, 26 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " . ." to "…")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταπέταμαι Medium diacritics: μεταπέταμαι Low diacritics: μεταπέταμαι Capitals: ΜΕΤΑΠΕΤΑΜΑΙ
Transliteration A: metapétamai Transliteration B: metapetamai Transliteration C: metapetamai Beta Code: metape/tamai

English (LSJ)

or μετα-πέτομαι,

   A fly to another place, fly away, ἀπὸ… εἰςLuc.Hist.Conscr.50.

German (Pape)

[Seite 152] u. μεταπέτομαι, weg und anders wohin fliegen, Luc. hist. conscrib. 50.

Greek (Liddell-Scott)

μεταπέταμαι: ἢ -πέτομαι, πέτομαι εἰς ἄλλον τόπον, ἀφίπταμαι, ἀπό… εἰς..., Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 50.

French (Bailly abrégé)

c. μεταπέτομαι.

Greek Monolingual

μεταπέταμαι και μεταπέτομαι (ΑΜ)
πετώ μακριά σε άλλο τόπο, απομακρύνομαι πετώντας.

Greek Monotonic

μεταπέταμαι: ή -πέτομαι, μέλ. -πτήσομαι, αόρ. βʹ -επτάμην, αποθ., πετώ σε άλλον τόπο, πετώ μακριά, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

μεταπέταμαι: Luc. v. l. = μεταπέτομαι.

Middle Liddell

or -πέτομαι fut. -πτήσομαι aor2 -επτάμην
Dep. to fly to another place, fly away, Luc.