μέμφομαι
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
Thgn.797, etc.: impf.
A ἐμέμφετο Batr.70: fut. μέμψομαι Hes.Op.186, etc.: aor. ἐμέμφθην Hdt.1.77, 3.13, Pi.N.11.30 (κατα-), E.Hipp.1402, al., Th.4.85 (in pass. sense, Ph.1.301, A.D.Synt.67.22): but in Att. and Trag. commonly ἐμεμψάμην, as A.Pr.1073 (anap.), And.4.3, Th.1.143, also in Mimn.14.5, Hdt.2.24: pres. in pass. sense, D.L.6.47, Asp.in EN133.14: fut. μεμφθήσομαι Ps.-Men. in Meineke Fragm.Com.Gr.iv p.337:—blame, censure, first in Hes. (though ἐπιμέμφομαι occurs in Hom.): 1 c. acc. pers., μέμψονται δ' ἄρα τούς Hes.Op.186, cf. Thgn.797, Pi.N.7.64, S.El.384, etc.; μ. τύχην A. Pr.1073 (anap.); μ. τὸν θέντα τὸν νόμον And.4.3; κατὰ τὸ μαντήϊον οὐκ ὀρθῶς ὁ Κροῖσος μέμφεται (sc. τὸν Λοξίαν) Hdt.1.91; μ. τινὰ πρὸς τοὺς φίλους X.Oec.11.23; μ. τινὰ εἴς τι Id.An.2.6.30. b c.acc. rei, οἶνε, τὰ μέν σ' αἰνῶ, τὰ δὲ μέμφομαι Thgn.873; μ. τὴν γνώμην, τὰ δῶρα, Hdt.1.207, 3.13; μ. τὴν φιλοσοφίαν Pl.Euthd.305b; ἄλλο οὐδὲν μ. X. An.7.6.39; μεμφθεὶς κατὰ τὸ πλῆθος τὸ ἑωυτοῦ στράτευμα Hdt.1.77; ταῦτα… προτ' ἐμὸν θυμὸν ἐμεμψάμαν Theoc.30.24. 2 c. dat. pers. et acc. rei, impute as blameworthy, cast in one's teeth, Sapph.Supp. 14.7 (prob.), Hdt.3.4,4.180, Ar.Nu.525, Av.137, Th.1.143, etc.: also c. acc. cogn., τῷ Λοξίᾳ μέμψιν μ. Ar.Pl.10, etc.; μ. τινὶ ὅτι… Hdt.9.6, cf. 6.92; οὕνεκα… E.Hel.31; εἰ… Th.4.85: c. dat. pers. et gen. rei, οὔποτ' ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτων μέμψει A.Th.652: c. gen. pers. et acc. rei, ὃ μάλιστα μέμφονται ἡμῶν which is the chief complaint they make against us, Th.1.84. 3 c. dat. pers. only, to be dissatisfied with, find fault with, A.Th.560, Pr.63, S.Tr.470, E.Or.285, IA899 (troch.), X.Mem.3.5.20, Ep.Hebr.8.8: with part.added, μ. ἡμῖν λογισαμένοις Luc.Charid.20; ὡς κακῶς βουλευομένοις Pl.Phdr.234b, cf. Cri.50d. 4 c. gen. rei only, complain of, οὐ μάχης… μέμψει A. Fr.199.3; εἴ τι μέμφῃ τῆς ἐμῆς ἀπουσίας E.Hec.962; τιμῆς ἐμέμφθη of her [neglected] honour (cf. εὐχωλῆς ἐπιμέμφεται Il.1.93), E.Hipp. 1402; μ. τῶν γεγενημένων Th.8.109. 5 c. inf. with μή, μ. μὴ πολλάκις βουλεύεσθαι object that one ought not... Id.3.42. 6 abs., find fault, complain, A.Supp.137 (lyr.); ὅτι Arist.EN1162b18. in Law, οἱ μεμφόμενοι the plaintiffs, GDI4998 (Gortyn).
German (Pape)
[Seite 129] tadeln, schelten, vorwerfen; τί, Hes. O. 168; Theogn. 795; μέμφομ' αἶσαν τυραννίδων, Pind. P. 11, 53; οὐκ ἐμέμφθη χεῖρα φωτός, I. 2, 20; οὐ μέμψεταί με, N. 7, 64; u. so auch Tragg., μέμφεσθαι τοὺς γᾶς νέρθεν Aesch. Ch. 39, τὴν τύχην Eum. 566, ἄγγελον δ' οὐ μέμψεται πόλις Suppl. 755, ὀργὴν ἐμέμψω τὴν ἐμήν, Soph. O. R. 337; u. in Prosa, μεμφόμενος τὴν γνώμην, Her. 1, 207, μεμφθεὶς τῶν στρατηγῶν τὴν γνώμην, 7, 146, neben μὴ μέμψασθαι τὴν ἐσομένην δίκην, 8, 106; Thuc. 7, 77; τὸ βραδύ, ὃ μέμφονται μάλιστα ἡμῶν 1, 84; auch Sp., μέμφομαί σου τὸν βίον Luc. merc. cond. 12; διότι μέμφει τὴν τοιαύτην δύναμιν Plat. Gorg. 470 a, τὴν φιλοσοφίαν Euthyd. 305 b, u. sonst. – Auch μεμφθεὶς κατὰ τὸ πλῆθος τὸ ἑαυτοῦ στράτευμα, Her. 1, 77, indem er auf sein Heer schalt in Beziehung auf die Menge, d. i. über die geringe Anzahl klagte; u. eben so mit dem gen., τιμῆς ἐμέμφθη, über die Ehre, Vernachlässigung derselben, Eur. Hipp. 1402; μηδεὶς μεμφθῇ, keiner tadele es, Thuc. 4, 85. – Τινί τι, Etwas an Einem tadeln, ihm vorwerfen, ihm Etwas zum Vorwurf machen, μεμφόμενός τι Ἀμάσι, Her. 3, 4, μεμφόμενος αὐτοῖς τὴν ἑαυτοῦ ἐξέλασιν, 6, 88; auch μεμφόμενοι αὐτοῖς ὅτι, 6, 92; vgl. Aesch. πλὴν τοῦδ' ἂν οὐδεὶς ἐνδίκως μέμψαιτό μοι, Prom. 63; Spt. 542; Soph. Trach. 470; μέμφομαι πόσει σῷ, Eur. I. A. 899; Med. 215; μέμψιν μέμφεσθαι τῷ Λοξίᾳ, Ar. Plut. 10; μή μοι μέμφηται, ὅτι, daß er mir nicht vorwerfe, daß, Plat. Conv. 213 e (vgl. Men. fr. inc. 186); τοῖς μὴ ἐρῶσιν οὐδεὶς πώποτε ἐμέμψατο ὡς, Phaedr. 234 b; τοσοῦτον ἀμφοτέροις μεμψαίμην, Is. 1, 9; Xen. An. 7, 6, 39, der auch sagt ἐς φιλίαν αὐτοὺς ἐμέμψατο, in Beziehung auf Freundschaft, 2, 6, 30, u. μέμφεσθαί τινα πρὸς τοὺς φίλους, bei den Freunden anklagen, Oec. 11, 23. – Bei D. L. 6, 47 ist μεμφομένου πρὸς πάντων pass.
Greek (Liddell-Scott)
μέμφομαι: μέλλ. μέμψομαι: ἀόρ. ἐμέμφθην Ἡρόδ. 1. 77., 3. 13, Πίνδ., ὡσαύτως Εὐρ. Ἱππ. 1402, Ἑλ. 31, 463, 637, Θουκ. 4. 85· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. συνήθως ἐμεμψάμην, ὅπερ ὅμως εὕρηται καὶ παρὰ Μιμνέρμῳ 13. 5, Ἡρόδ. 2. 24., 8. 106· - τὸν ἐνεστ. μεταχειρίζεται ἐπὶ παθητ. σημασ. ὁ Διογ. Λ. 6. 47· καὶ τὸν μέλλ. μεμφθήσομαι ὁ Μένανδρ. (Κωμικ. Ἀποσπ. 4, σ. 337)· ἐνεργητικὸς δέ τις ἀόρ. μέμψας εὕρηται μόνον παρ’ Αἰσώπ. 132. (Ἐντεῦθεν μέμψις, μομφή, μόμφος, κτλ.: τὸ μῶμος φαίνεται ὡσαύτως συγγενές). Μέμφομαι, ψέγω, κατηγορῶ, εὑρίσκω σφάλμα εἴς τινα, πρῶτον παρ’ Ἡσιόδ. (ἂν καὶ παρ’ Ὁμ. ἀπαντᾷ τὸ ἐπιμέμφομαι): - Συντάσσεται: 1) μετ’ αἰτ. προσ., μέμψονται δ’ ἄρα τοὺς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 184, πρβλ. Θέογν. 795, 871, ὡσαύτως παρὰ Πινδ. ἐν Ν. 7. 94, Ἡροδ. καὶ Ἀττ., ὡς Αἰσχύλ. Πρ. 1036, Σοφ. Ἠλ. 384, κτλ.· μ. τὸν θέντα τὸν νόμον Ἀνδοκ. 29. 13· μ. τινὰ πρὸς τοὺς φίλους Ξεν. Οἰκ. 11, 23· μ. τινα εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 2. 6, 30· οὕτω, β) μετ’ αἰτ. πράγμ., μ. τὴν γνώμην, τὰ δῶρα Ἡρόδ. 1. 207., 3. 13, κ. ἀλλ., καὶ Ἀττ.· ὡσαύτως, μ. τι κατά τι, ψέγειν τι ὡς πρός τι, Ἡρόδ. 1. 91, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 7. 6, 39. 2) μετὰ δοτ. προσώπ. καὶ αἰτ. πράγμ., καταλογίζω τι εἴς τινα ὡς ἄξιον λόγου, κατακρίνω αὐτὸν δι’ αὐτό, Λατιν. exprobrare ἢ objicere alicui, Ἡρόδ. 3. 4., 4. 180, Ἀριστοφ. Νεφ. 525, Ὄρν. 137, Θουκ. 1. 143, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.· ὡσαύτως μετὰ συστοίχ. αἰ., μέμψιν μ. τῷ Λοξίᾳ Ἀριστοφ. Πλ. 10, κτλ.· ὡσαύτως, μ. τινι ὅτι..., Ἡρόδ. 6. 92., 9. 6· ὡς..., Πλάτ. Φαῖδρ. 234Β· οὕνεκα..., Εὐρ. Ἑλ. 31· εἰ..., Θουκ. 4. 85· - μετὰ δοτ. προσ. καὶ πράγμ., τοῦδ’ ἂν οὐδείς... μέμψαιτό μοι Αἰσχύλ. Πρ. 63· οὔποτ’ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτων μέμψει ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 652· μετὰ γεν. προσ. καὶ αἰτ. πράγμ., ὃ μάλιστα μέμφονται ἡμῶν, διὰ τὸ ὁποῖον πρὸ πάντων μᾶς μέμφονται, Θουκ. 1. 84. 2) μετὰ δοτ. προσ. μόνον, εὑρίσκω, ἐλλείψεις ἢ σφάλματα εἴς τινα, Αἰσχύλ. Θήβ. 560, πρβλ. Πρ. 63, Τρ. Σοφ. 470, Εὐρ. Ὀρ. 285, Ι. Α. 899, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 20· προστιθεμένης μετοχ., μ. ἡμῖν λογισαμένοις Λουκ. Χαρίδημ. 20. 4) μετὰ γεν. πράγμ. μόνον, παραπονοῦμαι διά τι, οὐ μάχης... μέμψει Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 196. 3· εἴ τι μέμφει τῆς ἐμῆς ἀπουσίας Εὐρ. Ἑκ. 962· τιμῆς ἐμέμφθη, διὰ τὴν [παρημελημένην] τιμήν της, (πρβλ. εὐχωλῆς ἐπιμέμφεται Ἰλ. Α. 93), Εὐρ. Ἱππ. 1402· μ. τῶν γεγενημένων Θουκ. 8. 109. 5) μετ’ ἀπαρ. μετὰ τοῦ μὴ πλεοναστικῶς, οὔτε τοὺς μεμφομένους μὴ πολλάκις περὶ τῶν μεγίστων βουλεύεσθαι ἐπαινῶ Θουκ. 3, 42. 6) ἀπολύτως, εὑρίσκω σφάλματα, παραπονοῦμαι, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 137.
French (Bailly abrégé)
f. μέμψομαι, ao. ἐμεμψάμην, ao. Pass. au sens Act. ἐμέμφθην, pf. inus.
1 Act. faire des reproches, reprocher, blâmer : τινά ou τινί, qqn ; τι ou τινός, se plaindre de qch, faire qqe reproche ; τινί μέμψιν δικαίαν μ. AR adresser à qqn un reproche mérité ; τι μ. τινός, τινί τι, τινί τινος, τινα εἴς τι, blâmer ou accuser qqn de qch ; τινα πρός τινα, accuser une personne auprès d’une autre ; τινι ὅτι ou εἰ, reprocher à qqn ou accuser qqn de ; τι κατά τι, trouver à reprendre qch dans qch (dans un dessein, etc.);
2 Pass. être blâmé.
Étymologie: R. Μεμφ, blâmer ; cf. μῶμος.
English (Slater)
μέμφομαι (μέμφομ(αι); μεμφομένοις: fut. μέμψεται: aor. pass. pro med., ἐμέμφθη.)
1 censure c. acc. τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα, μέμφομ' αἶσαν τυραννίδων (P. 11.53) λέλογχε δὲ μεμφομένοις ἐσλοὺς ὕδωρ καπνῷ φέρειν ἀντίον against those that criticize him (N. 1.24) ἐὼν δ' ἐγγὺς οὐ μέμψεταί μ ἀνὴρ Ἰονίας ὑπὲρ ἀλὸς οἰκέων (N. 7.64) οὐκ ἐμέμφθη ῥυσίδιφρον χεῖρα πλαξίπποιο φωτός had cause to thank Fennel. (I. 2.20)
English (Strong)
middle voice of an apparently primary verb; to blame: find fault.
English (Thayer)
1st aorist ἐμεμψαμην; in classical Greek from Hesiod (Works, 184) down; to blame, find fault: absolutely, αὐτούς, L T Tr marginal reading WH text, where R G Tr text WH marginal reading αὐτοῖς, which many join with μεμφόμενος (for the person or thing blamed is added by Greek writings now in the dative, now in the accusative; see Passow (or Liddell and Scott), under the word, cf. Krüger, § 46,7, 3); but it is more correct to supply αὐτήν, i. e. διαθήκην, which the writer wishes to prove was not faultless (cf. 7), and to join αὐτοῖς with λέγει; (Buttmann, § 133,9).
Greek Monolingual
(ΑM μέμφομαι, Μ και μέφομαι και μέμφω)
1. κατηγορώ, κακολογώ, κατακρίνω, καταφέρομαι εναντίον κάποιου («μεμψομένους τοῑσι Λακεδαιμονίοισι ὅτι περιεῑδον ἐσβαλόντα τὸν βάρβαρον ἐς τὴν Ἀττικήν», Ηρόδ.)
2. μεμψιμοιρώ, έχω παράπονα με τη μοίρα μου
3. έχω παράπονα εναντίον κάποιου, δεν είμαι ικανοποιημένος από κάποιον («μέμφομαι ἡμῑν λογισαμένοις», Λουκιαν.)
μσν.-αρχ.
(ως παθ.) κατηγορούμαι από κάποιον, υφίσταμαι μομφή («τῆς μεμφθείσης ὑπολήψεως», Στουδ. Θεόδ.)
αρχ.
(γενικά) παραπονιέμαι για κάτι («τιμῆς ἐμέμφθη», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. με δικανική σημ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα membh- «κρίνω, κατακρίνω» και συνδέεται πιθ. με γοτθ. bimampjan «περιγελώ, χλευάζω, υβρίζω» (με ανερμήνευτο -p-) και αρχ. ιρλδ. mebul.
ΠΑΡ. μεμπτός, μέμψη, μομφή
αρχ.
μέμφειρα, μεμφητός, μεμφωλή.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) επιμέμφομαι, καταμέμφομαι
αρχ.
αντιμέμφομαι, απομέμφομαι, διαμέμφομαι, προσμέμφομαι, υπομέμφομαι].
Greek Monotonic
μέμφομαι: μέλ. μέμψομαι, αόρ. αʹ ἐμεμψάμην, επίσης Παθ. τύπος ἐμέμφθην·
I. κατηγορώ, επικρίνω, βρίσκω σφάλμα σε πρόσωπο ή πράγμα, με αιτ., σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.
2. με δοτ. προσ. και αιτ. πράγμ., καταλογίζω σε κάποιον κάτι σαν σφάλμα, του το πετώ κατά πρόσωπο, Λατ. exprob-are ή objicere alicui, σε Ηρόδ., Αττ.
3. με δοτ. προσ. μόνο, βρίσκω σφάλμα σε κάποιον, στους Τραγ.· με γεν. πράγμ. μόνο, παραπονούμαι για ένα ζήτημα, σε Ευρ., Θουκ.· και με τις δύο αυτές εκδοχές, τοῦδ' ἂν οὐδεὶς μέμψαιτό μοι, κανείς δεν θα με επέκρινε γι' αυτό, σε Αισχύλ.
4. με απαρ. που ακολουθ. από πλεοναστικό μή, μέμφομαι μὴ πολλάκις βουλεύεσθαι, καταλογίζω ως σφάλμα το να κάνει κάποιος κάτι, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
μέμφομαι: (aor. pass. со знач. act. ἐμέμφθην) порицать, бранить, упрекать: μ. τί τινος Thuc. etc., τι Pind. etc. или τινός τινι Aesch., Xen. etc., τινα εἴς τι Xen., τινί τι Her., Thuc. etc. порицать за что-л. или упрекать в чем-л. кого-л.; μ. τινα πρός τινα Xen. жаловаться на кого-л. кому-л.; μ. τινι μέμψιν δικαίαν Arph. заслуженно упрекать кого-л.; μεμφθεὶς κατὰ τὸ πλῆθος τὸ στράτευμα Her. жалуясь на (мало)численность войска.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: reprove, reproach, be discontent, deplore (Il.), accuse (Gortyn; Bechtel Dial. 1, 391).
Other forms: fut. μέμψομαι, aor. μέμψασθαι, μεμφθῆναι,
Compounds: Also with prefix, esp. ἐπι-, κατα-. As 1. member in governing comp. μεμψί-μοιρος reproving fate (Isoc., Arist.).
Derivatives: 1. (ἐπί-, κατά-)μέμψις reproof, reproach, objection (Att. since A.; Holt Les noms d'action en -σις 125 n. 3). 2. (ἐπι-)μομφή id. (poet. since Pi., Ep. Col. 3, 13), μόμφος m. id. (E. Fr. 633, Mantinea Va); ἐπί-, κατά-μομφος subject to reproaches, reproachable, reproaching (A., E.), hypostases from ἐπὶ, κατὰ μομφῆς or Bahuvrihi; also ἐπιμεμφ-ής reproachable (Nic., AP), ἰμμεμφ-ής subject to complaints (Mantinea Va), from ἐπι-, ἐμ-μέμφομαι transmitted to the σ-stems (Schwyzer 513), opposite ἄ-μομφος (A.), ἀ-μεμφής (Pi., A.) with ἀμεμφ-ία (A., S., cf. Schwyzer 469). -- 3. μέμφειρα f. = μέμψις Telecl. Con... 62), prob. personified after πρέσβειρα, κτεάτειρα a. o. (Schwyzer 474 n. 3). 4. μεμφωλή = μέμψις (H., Suid.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably]
Etymology: A remarkable similarity shows the isolated Goth. verb bi-mampjan mock, insult (Ev. Luc. 16, 14) with deviating p (quite uncertain explanation by Specht Ursprung 261 n. 2); one adduces also (Stokes, Fick) some Celtic words for contumely, infamy, which however miss the inner nasal, e.g. OIr. mebul shame. Well founded doubts a.o. in WP. 2, 261 f., Feist Vgl. Wb. d. got. Spr. s. v.
Middle Liddell
1. to blame, censure, find fault with a person or thing, c. acc., Hes., Hdt., attic
2. c. dat. pers. et acc. rei, to impute as blameworthy, cast it in his teeth, Lat. exprobrare or objicere alicui, Hdt., attic
3. c. dat. pers. only, to find fault with, Trag.;—c. gen. rei only, to complain of a thing, Eur., Thuc.; and with both these cases, τοῦδ' ἂν οὐδεὶς μέμψαιτό μοι no one would find fault with me for this, Aesch.
4. c. inf. with μή pleonastic, μ. μὴ πολλάκις βουλεύεσθαι to impute blame for doing, Thuc.
Frisk Etymology German
μέμφομαι: {mémphomai}
Forms: Fut. μέμψομαι, Aor. μέμψασθαι, μεμφθῆναι,
Grammar: v.
Meaning: tadeln, vorwerfen, unzufrieden sein, sich beklagen (seit Il.), anklagen (Gortyn; Bechtel Dial. 1, 391).
Composita : auch mit Präfix, bes. ἐπι-, κατα-,
Derivative: Ableitungen: 1. (ἐπί-, κατά-)μέμψις ‘Tadel, Vorwurf, Beschwerden (att. seit A.; Holt Les noms d’action en -σις 125 A. 3); als Vorderglied im verbalen Rektionskomp. μεμψίμοιρος das Schicksal tadelnd (Isok., Arist. usw.). 2. (ἐπι-)μομφή ib. (poet. seit Pi., Ep. Kol. 3, 13), μόμφος m. ib. (E. Fr. 633, Mantinea Va); ἐπί-, κατάμομφος dem Tadel ausgesetzt, tadelhaft, tadelnd (A., E.), Hypostasen aus ἐπὶ, κατὰ μομφῆς oder Bahuvrihi; auch ἐπιμεμφής tadelhaft (Nik., AP), ἰμμεμφής der Klage unterworfen (Mantinea Va), von ἐπι-, ἐμμέμφομαι mit Anschluß an die σ-Stämme (Schwyzer 513), Gegensatz ἄμομφος (A.), ἀμεμφής (Pi., A. u.a.) mit ἀμεμφία (A., S., vgl. Schwyzer 469). — 3. μέμφειρα f. = μέμψις Telekl. Kon... 62), wohl personifiziert nach πρέσβειρα, κτεάτειρα u. a. (Schwyzer 474 A. 3). 4. μεμφωλή = μέμψις (H., Suid.).
Etymology : Eine auffallende Ähnlichkeit zeigt das isolierte got. bi-mampjan verspotten, verhöhnen (Ev. Luk. 16, 14) mit abweichendem p (ganz unsicherer Erklärungsversuch bei Specht Ursprung 261 A. 2); herangezogen werden auch (von Stokes, Fick) einige keltische Wörter für Schimpf, Schande, die indessen den inneren Nasal vermissen lassen, z.B. air. mebul Schande. Wohlbegründeter Zweifel u.a. bei WP. 2, 261 f. m. Lit., Feist Vgl. Wb. d. got. Spr. s. v. (m. Lit.).
Page 2,207