καταδιώκω
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
A follow hard upon, pursue closely, Th.1.49, 2.84, LXX Ps.17(18).38, PCair.Zen.439 (Pass., iii B. C.), Phld.Ir.p.29 W., etc.: metaph., try to gain, Plb.6.42.1. 2 search for, τινα Ev.Marc.1.36. 3 overdrive cattle, LXXGe.33.13.
German (Pape)
[Seite 1346] (s. διώκω), verfolgen, Thuc. 2, 84; bis an ein Ziel, εἰς τὴν θάλασσαν Xen. Hell. 1, 2, 9; Arist. H. A. 9, 36 u. S0., wie Plut. Alcib. 29; – übertr., τὴν εὐχέρειαν Pol. 6, 42, 1.
Greek (Liddell-Scott)
καταδιώκω: μέλλ. -ξω ἢ -ξομαι, τρέχω κατόπιν τινὸς ὅπως συλλάβω αὐτόν, καταδιώκω, Θουκ. 1. 49., 3. 84, κτλ.· ― μεταφ., ἐπιδιώκω, Πολύβ. 6. 42, 1.
French (Bailly abrégé)
poursuivre, serrer de près.
Étymologie: κατά, διώκω.
English (Strong)
from κατά and διώκω; to hunt down, i.e. search for: follow after.
English (Thayer)
1st aorist κατεδιωξα; the Sept. often for רָדַף; to follow after, follow up (especially of enemies (Thucydides, et al.)); in a good sense, of those in search of anyone: τινα, τό ἔλεος σου καταδιώξεται με, οὐ κατεδίωξαν μεθ' ἡμῶν, ὀπίσω τίνος, to follow after one in order to gain his favor, Sirach 27:17.)
Greek Monolingual
(AM καταδιώκω, Μ και καταδιώχνω)
κυνηγώ κάποιον για να τον συλλάβω ή να τον σκοτώσω, διώκω κάποιον επίμονα
νεοελλ.
1. ακολουθώ κατά πόδας κινούμενο άψυχο ή ζωντανό στόχο για να τον καταστρέψω ή να τον αιχμαλωτίσω
2. επιδιώκω να βλάψω κάποιον, κατατρέχω («τον καταδιώκει ο επιθεωρητής»)
μσν.
διώχνω, απομακρύνω
αρχ.
1. επιδιώκω, προσπαθώ να κερδίσω
2. αναζητώ
3. εξαναγκάζω κάποιον να τρέξει, κάνω κάποιον να βιαστεί.
Greek Monotonic
καταδιώκω: μέλ. -ξω ή -ξομαι, καταδιώκω στενά, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
καταδιώκω:
1) преследовать (τινὰ ἐς τὴν ἤπειρον Thuc.; εἰς τὴν θάλασσαν Xen.);
2) добиваться, стремиться приобрести (τὴν εὐχέρειαν Polyb.);
3) следовать: κατεδίωξαν αὐτόν NT они последовали за ним.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-διώκω achtervolgen. op zoek gaan naar, met acc.: κατεδίωξεν αὐτὸν Σίμον Simon ging op zoek naar hem NT Marc. 1.36.
Middle Liddell
fut. ξω or ξομαι
to pursue closely, Thuc.
Chinese
原文音譯:katadièkw 卡他-笛哦可詞類次數:動詞(1)
原文字根:向下-追
字義溯源:追捕,搜索,尋找,追去;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(διώκω)=追求)組成;而 (διώκω)出自(δίψυχος)X*=逃走)
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編:
1) 追了⋯去(1) 可1:36