ἀναγγέλλω

From LSJ
Revision as of 13:00, 3 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (cc1)

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναγγέλλω Medium diacritics: ἀναγγέλλω Low diacritics: αναγγέλλω Capitals: ΑΝΑΓΓΕΛΛΩ
Transliteration A: anangéllō Transliteration B: anangellō Transliteration C: anaggello Beta Code: a)nagge/llw

English (LSJ)

(v. ἀγγέλλω)

   A carry back tidings of, report, τι A.Pr.661; πάντ' ἀναγγεῖλαι φίλοις E.IT761; τῷ Βρασίδᾳ τὴν ξυνθήκην Th.4.122, etc.; τι τῷ δήμῳ Arist.EN1113a9; ἐν ἁλία, of valuers, Tab.Heracl.1.118; τι πρός τινα Plb.1.67.11: c. part., tell of person doing, X.Ages. 5.6:—Pass., ὡς ἀνηγγέλθη τεθνεώς Plu.Per.18.    II proclaim, τοὺς στεφάνους OGI6 (Scepsis), SIG412.13 (Delph.):—Pass., of rewards, ἀνηγγέλθαι αὐτῷ ἀργύριον Aen.Tact.10.15.

German (Pape)

[Seite 182] berichten, melden, χρησμούς Aesch. Prom. 66 1; Eur. I. T. 760; Polyb. oft τί τινι, auch πρός τινα, 1, 67, 11; bes. von Gesandten, die zurückkehren und Bericht erstatten, Xen. An. 1, 3, 21; ἰδὼν ἀνήγγειλε Ages. 5, 6; Pol. 25, 2, 7. – Oft im N. T. Auch πόλεμον, Dion. Hal. 3, 3. – Pass. öffentlich be Kannt werden, Plut. Pericl. 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγγέλλω: (ἴδε ἀγγέλλω), ἐπανέρχομαι φέρων ἀγγελίας, ἀγγέλλω Λατ. renuncieare, τι Αἰσχύλ. Πρ. 661: πάντ’ ἀναγγεῖλαι φίλοις Εὐρ. Ι. Τ. 761 · τῷ Βρασίδᾳ τὴν ξυνθήκην Θουκ. 4. 122, κτλ.· τι πρός τινα Πολυβ. 1. 67, 11: μ. μετοχ. λέγω περί τινος προσώπου πράττοντός τι, Ξεν. Ἀγησ. 5. 6: - οὕτως ἐν τῷ παθητικῷ, ὡς ἀνηγγέλθη τεθνεὼς Πλουτ. Περικλ. 18. 2) ἀν. τῷ δήμῳ, Λατ. referre ad populum, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 5, 18.

French (Bailly abrégé)

f. ἀναγγελῶ, ao. ἀνήγγειλα;
1 revenir annoncer ; annoncer : τί τινι qch à qqn;
2 rapporter, redire ce que qqn a dit.
Étymologie: ἀνά, ἀγγέλλω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [impf. ind. ἀνεγγέλλοσαν PCair.Zen.270.2 (III a.C.), fut. ἀνανγελίοντι TEracl.1.118 (IV a.C.), aor. pas. ἀνηγγέλη Ep.Rom.15.21]
anunciar, comunicar, dar a conocer, proclamar c. ac. χρησμούς A.Pr.661, τὰς τυχούσας ... φωνάς Epicur.Fr.[119] 11, τὴν νίκην D.C.56.17.1, τὴν δικαιοσύνην LXX Ps.21.31, τὸ ὄνομα κυρίου LXX Ps.101.22, cf. Act.Ap.14.27
esp. de premios τοὺς στεφάνους OGI 6.30 (Escepsis), cf. IEryth.35.13 (III a.C.), ἀνηγγέλθαι ... ἀργύριον Aen.Tact.10.15
c. dat. ἀνήγγελλέ μοι Epicur.Fr.[80] 16, cf. PCair.Zen.2702, 492.4
c. ac. y dat. πάντ' ἀναγγεῖλαι φίλοις E.IT 761, τῷ βρασίδᾳ ἀνήγγελλον τὴν ξυνθήκην Th.4.122, cf. Arist.EN 1113a9, SB 7986.6 (III a.C.), PPetr.2.11.2.5 (III a.C.), Plu.2.208f, LXX Ib.11.6, Herm.Vis.2.1.3
c. ac. y régimen prep. τἀναντία πρὸς τοὺς πολλοὺς ἀναγγέλλειν Plb.1.67.11, en v. pas. ἀναγγελθέντων δὲ τούτων εἰς τοὺς ὄχλους Plb.23.16.8
c. dat. y régimen prep. οἷς οὐκ ἀνηγγέλη περὶ αὐτοῦ Ep.Rom.l.c., ἀναγεῖλαι Ζήνωνι περὶ τῶν προβάτων PMich.Zen.86.2
c. conj. ἀνήγγειλαν οὖν, εἴ τις ... σῦλον ἔχει ... ἀπογράψασθαι Arist.Oec.1347b24
c. part. anunciar, decir de alguien que Ἀγησίλαον δέ τι πράξαντα X.Ages.5.6, ὡς ἀνεγγέλθη τεθνεώς Plu.Per.18
abs. TEracl.1.118 (IV a.C.), Epicur.Fr.[20.4] 6a.3, ἀνάγγειλον κατὰ τὰ ῥήματά σου LXX Iu.10.16.

English (Strong)

from ἀνά and the base of ἄγγελος; to announce (in detail): declare, rehearse, report, show, speak, tell.

English (Thayer)

imperfect ἀνήγγελλον; (future ἀναγγελῶ); 1st aorist ἀνήγγειλα; 2nd aorist passive ἀνηγγέλην, Sept.; Winer s Grammar, 82 (78); (Veitch, under the word ἀγγέλλω)); to announce, make known (cf. ἀνά, 3b.): τί, ὅτι, L marginal reading WH text T εἶπεν); ὅσα κτλ. R G L marginal reading); (absolutely with εἰς, Rec.); equivalent to disclose: τί τίνι, περί τίνος, to report, bring back tidings, rehearse, used as in Greek writers (Aeschylus Prom. 664 (661); Xenophon, an. 1,3, 21; Polybius 25,2, 7) of messengers reporting what they have seen or heard (cf. ἀνά as above): τί, L T Tr WH ἀπήγγειλαν); 2 Corinthians 7:7.

Greek Monolingual

ἀναγγέλλω)
1. φέρνω αγγελία, ανακοινώνω, γνωστοποιώ
2. ειδοποιώ για την επίσκεψη προσώπου
αρχ.
1. μιλώ για κάποιον
2. προκηρύσσω, ορίζω ανταμοιβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α)- + ἀγγέλλω.
ΠΑΡ. αναγγελία, αναγγελτήριος, αναγγελτικός].

Greek Monotonic

ἀναγγέλλω: μέλ. -ελῶ, αόρ. αʹ -ήγγειλα, παρακ. —ήγγελκα· μεταφέρω αγγελίες, ειδήσεις από, αναφέρω, σε Αισχύλ., Ευρ.· τῷ Βρασίδᾳ τὴν ξυνθήκην, σε Θουκ. — Παθ. με μτχ., ἀνηγγέλθη τεθνεώς, αναφέρθηκε, ανακοινώθηκε ότι πέθανε, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναγγέλλω: возвещать, объявлять, тж. сообщать (χρησμούς Aesch.; τί τινι Eur., Thuc., Xen., Arst., Polyb. и πρός τινα Polyb.): ἀνηγγέλθη τεθνεώς Plut. распространилась весть о его смерти.

Middle Liddell


to carry back tidings of, report, Aesch., Eur.; τῶι Βρασίδαι τὴν ξυνθήκην Thuc.:—Pass., c. part., ἀνηγγέλθη τεθνεώς was reported dead, Plut.

Chinese

原文音譯:¢naggšllw 安-昂給羅
詞類次數:動詞(18)
原文字根:向上-信息 相當於: (נָגַד‎)
字義溯源:宣告,報告,傳告,通知,介紹,告訴,述說;由(ἀνά)*=上)與(ἄγγελος)=使者)組成;而 (ἄγγελος)出自(ἀγγελία)X*=帶來消息)。這字的本意,是將所看見的事實,或所聽見的消息,去通知別人。參讀 (ἀγγέλλω)同義字
出現次數:總共(18);可(2);約(6);徒(6);羅(1);林後(1);彼前(1);約壹(1)
譯字彙編
1) 告訴(5) 可5:19; 約5:15; 約16:13; 約16:14; 約16:25;
2) 報(2) 彼前1:12; 約壹1:5;
3) 述說(2) 徒14:27; 徒20:20;
4) 他⋯都告訴了(1) 林後7:7;
5) 他要⋯告訴(1) 約4:25;
6) 他們⋯述說(1) 徒15:4;
7) 聞知(1) 羅15:21;
8) 訴說(1) 徒19:18;
9) 傳告(1) 約16:15;
10) 報告(1) 徒16:38;
11) 告訴人(1) 可5:14;
12) 傳給(1) 徒20:27