густолиственный
From LSJ
Russian > Greek
δασύς, δασεῖα, δασύ, ἀμφίκομος, πυκνόφυλλος, σκιαρόκομος, εὔφυλλος, φυλλόκομος, ἐπηετανός, ἀκριτόφυλλος
δασύς, δασεῖα, δασύ, ἀμφίκομος, πυκνόφυλλος, σκιαρόκομος, εὔφυλλος, φυλλόκομος, ἐπηετανός, ἀκριτόφυλλος