старинный
From LSJ
Russian > Greek
παλαίφατος ;; παλαιγενής ;; διπολιώδης ;; ἀρχαιοπρεπής ;; πρεσβυτικός ;; πρόκλυτος ;; ἀρχαϊκός ;; ἀρχαιότροπος ;; παλαιός ;; παλεόρ ;; γνωστός
παλαίφατος ;; παλαιγενής ;; διπολιώδης ;; ἀρχαιοπρεπής ;; πρεσβυτικός ;; πρόκλυτος ;; ἀρχαϊκός ;; ἀρχαιότροπος ;; παλαιός ;; παλεόρ ;; γνωστός