ἀστρολόγος
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
ὁ,
A astronomer, X.Mem.4.2.10, Epigr. ap. D.L.1.34. 2 later, astrologer, Epicur.Ep.2p.40U., LXX Is.47.13, SIG771.2 (Delph., i B.C.), S.E.M. 5.2, etc.
German (Pape)
[Seite 378] ὁ, der Sternkundige, Astronom, z. B. Xen. Mem. 4, 2, 10; erst bei Sp. Sterndeuter.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστρολόγος: -ον, (λέγω),... Λατ. astrologus, = ἀστρονόμος, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 10, Ἐπίγραμμ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 34. 2) μεταγεν. = ἀστρόμαντις, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 93, Ἑβδ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
astronome.
Étymologie: ἄστρον, λέγω³.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 astrónomo ἀλλὰ μὴ ἀ., ἔφη, βούλει γενέσθαι; X.Mem.4.2.10, ἀ. πάντων πρεσβύτατος de Tales, Lobo SHell.509, cf. Plu.2.939a, Varro LL 9.24, Vitr.1.1.16, Aesop.40.
2 astrólogo μὴ φοβούμενος τὰς ἀνδραποδώδεις ἀστρολόγων ταχνιτείας Epicur.Ep.[3] 93, cf. LXX Is.47.13, SIG 771.2 (Delfos I a.C.), Cic.Diu.2.42.88, S.E.M.5.2, Firm.3.7.19.
Greek Monolingual
ο (AM ἀστρολόγος)
αυτός που ασχολείται με την αστρολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + -λογος < λέγω.
Greek Monotonic
ἀστρολόγος: -ον (λέγω), = ἀστρονόμος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀστρολόγος: ὁ
1) астроном Xen.;
2) звездочет, астролог Plut., Diog. L.