δυσκοίλιος
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
ον,
A bad for the bowels, Dsc.1.105, Plu.2.137a. 2 costive, Paul.Aeg.1.44.
German (Pape)
[Seite 682] einen harten Leib machend, unverdaulich, doch von δύσπεπτος verschieden, Ggstz εὐκοίλιος, Plut. de san. tuend. 408 ff.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκοίλιος: -ον, κακὸς διὰ τὴν κοιλίαν, δυσκοιλιότητα προξενῶν, Πλούτ. 2. 137Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont le ventre est resserré, qui souffre de constipation.
Étymologie: δυσ-, κοιλία.
Spanish (DGE)
-ον
I de alimentos
1 malo para el intestino, perjudicial ὑπόκιρρος καὶ πρόσφατος ἐλαία Dsc.1.105.5, cf. Plu.2.137a.
2 astringente de la raya, Diph.Siph. en Ath.356c.
II de pers. estreñido ἐπὶ δὲ τῶν φύσει δυσκοιλίων Paul.Aeg.1.44.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α δυσκοίλιος, -ον)
1. αυτός που προκαλεί δυσκοιλιότητα, ο στυπτικός
2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από δυσκοιλιότητα.
Russian (Dvoretsky)
δυσκοίλιος: вредный для кишечника (δύσπεπτος καὶ δ. Plut.).