κενοτάφιον
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
τό,
A empty tomb, cenotaph, X.An.6.4.9, Plu.2.870e, App.Mith.96, CIG4340d, 4340e (Attalia); also Adj., κενοτάφιος οἶκος Plu.2.349b (s.v.l.). II image, = Heb. tèraphim, LXX 1 Ki.19.13.
German (Pape)
[Seite 1417] τό, ein leeres Grabmal, Ehrengrabmal für Einen in der Fremde Gestorbenen, dessen Leichnam man nicht aufgefunden hat, Plut. de Her. mal. 39 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κενοτάφιον: τό, τάφος κενὸς νεκροῦ, τάφος μὴ περιέχων ἔνδον νεκρόν, Ξεν. Ἀν. 6. 4, 9, Πλούτ. 2. 349Β, 870Ε, Ἀππ. Μιθρ. 96, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 4340d, e· - ὡσαύτως, κενοτάφιος οἶκος τῶν ἐκλελοιπότων Πλούτ. 2. 349Β. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Α΄ Βασ. ΙΘ΄, 13), εἴδωλον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
cénotaphe (propr. tombeau vide).
Étymologie: κενός, τάφος.
Greek Monotonic
κενοτάφιον: τό (τάφος), άδειος τάφος, κενοτάφιο, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κενοτάφιον: (ᾰ) τό кенотаф(ий) (гробница-памятник, воздвигавшаяся тому, чье тело не было найдено) Xen., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κενοτάφιον -ου, τό [κενός, τάφος] cenotaaf, leeg graf.